United States or Nicaragua ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είκοσιν έως εικοσιπέντε βλάχοι, ασκεπείς, με την λαμπάδα ανημμένην εις χείρας, εγονυπέτουν πέριξ του ιερέως, ο οποίος όρθιος εκίνει την λαμπάδα του άνω και κάτω, δεξιά και αριστερά, ψάλλων το «Χριστός ανέστη», καταλαμπόμενος υπό του φωτός, ως Θεός μέσω των αστραπών του Σινά.

Αρρόδο, καπετάν Βγενιέ! αρρόδο όσο μπορείς! . . Επετάχθη τότε όλη βλέπουσα προς το παράθυρον όθεν εφαίνετο το πέλαγος. Εσκέφθη να φύγη αμέσως αλλά πώς ναφήση την παράκλησιν, αμαρτία της εφαίνετο, εν ώ ο παπα-Λάμπρος επροχώρει προς το τέλος ψάλλων τώρα τα Μεγαλυνάρια και θυμιάζων γύρω τον ναόν και τας γυναίκας. — Γρήγορα, παπά μου, κάμε γρήγορα, θα σώσω!

Ο Γιωργάκης της Λιμπέριαινας, με φωτιά τα μάτια του από την αγρυπνίαν και από τον μυστικόν της νυκτός θρήνον, ξεσκούφωτος κι' έχων έτοιμον θυμιατόν πήλινον, από εκείνα τα πρασινοκίτρινα του Τσανακαλέ, έκαμεν αμέσως τον σταυρόν του και ήρχισε να θυμιάζη τους ναύτας γύρω-γύρω αναγινώσκων συγχρόνως το Τρισάγιον και ψάλλων: «Μετά πνευμάτων δικαίων . . . . .». Οι ναύται καταπτοηθέντες αίφνης από της πρώτης εκείνης επιβολής, μεθ' ης παρέστη ενώπιον των οφθαλμών των, την εωθινήν εκείνην ώραν, η απροσδόκητος αυτή σκηνή του πένθους, έστησαν εν ευλαβεία κατανυκτική γύρω-γύρω, ως εις Εκκλησίαν.

Ποίας ωδάς ψάλλων και χορεύων θα κάμη αυτά τα δύο, το μεν γενικόν σχέδιον ελέχθη και ωσάν δρόμοι χωρίζουν εμπρός του, τους οποίους πρέπει να διαβή έχων ελπίδα ότι και ο ποιητής καλά λέγει τους στίχους Τηλέμαχε, άλλα μόνος θα βρης με το μυαλό σου Και άλλα ο θεός θα σου τα ειπή. Γιατί εγώ νομίζω Πως συ με θέλημα θεού εγεννήθης και ανετράφης.

Αφ' ης ώρας ο ιερεύς προ του βωμού ήνωσε τας χείρας των, ψάλλων το &Ησαΐα χόρευε&, αν και δεν εννόει τας λέξεις, εγνώριζεν ότι αυτή ήτο του Στάθη, εις αυτόν ανήκεν η ψύχη και το σώμα της, πάσα σκέψις της και πάσα υποταγή. — Όλα! εψιθύριζεν από ώρας εις ώραν. Η λυγερή δεν ησθάνετο καθόλου όρεξιν να φάγη. Έρριψε τα στρώματα επί του εδάφους και ηπλώθη να κοιμηθή.

Έπειτα διηυθύνθη τρέχων προς τον ανεγειρόμενον ναόν και καταβάς εις το όρυγμα των θεμελίων εις το μέρος όπου θα ήτο η πηγή του μαντείου, εισήλθεν εις το νερόν ψάλλων ύμνους του Ασκληπιού και του Απόλλωνος και εκάλει τον θεόν να ευδοκήση να έλθη εις την πόλιν.

Ο υιός της ο πολυαγάπητος εκεί μέσα έμαθε τα πρώτα γράμματα υπηρετών «τον Χριστόν», ως έλεγεν η γραία, και κανοναρχών και ψάλλων. Της εφαίνετο ότι αντηχούσεν ακόμη η φωνή του. Χα! τον εκαμάρωνεν ισταμένη εκεί εις την μικράν θύραν.

Ο καπνός για να μη ξαναγυρίσωτην πατρίδα. — Κύριε ελέησον! Επανέλαβεν ο φίλος μου. » — Παναγία μου Πορταΐτισσα! είπε και ο καπετάν-Μαμμής. Και ανέγνωσε πάλιν. «Ο παπά-Σεραφάκος εξηκολούθει ψάλλων τώρα τα μεγαλυνάρια: Την υψηλοτέραν των Ουρανών . . . Από των πολλών μου αμαρτιών . . . Δέσποινα και μήτερ του λυτρωτού . . . Άλαλα τα χείλη των ασεβών . . . Τότε έβαλον κραυγήν και έμεινα άφωνος.

Και εν γένει δε, όταν φωνάζη είτε ψάλλων είτε ομιλών, δεν κρατεί διόλου εις ακινησίαν ολόκληρον το σώμα του. Διά τούτο η μίμησις των λεγομένων εκτελουμένη με σχήματα αποτελεί όλα τα είδη της χορευτικής τέχνης. Άλλος λοιπόν από ημάς κινείται εις όλα αυτά ορθώς, άλλος δε εσφαλμένως.

Ενθυμείτο ακόμη τας μικράς του αδελφάς, μικροτέρας αυτού, τας οποίας συνώδευεν εις την εκκλησίαν, από βαθέος όρθρου του νέου έτους, και ων εκάστην εφίλευεν επιστρέφων ανά μίαν κουλούραν, ην ηγόραζεν εκ των ολίγων φιλοδωρημάτων, άτινα είχε συλλέξει προ μιας εβδομάδος, ψάλλων τα χριστούγεννα εις τους συγγενείς.