United States or Afghanistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και αίφνης, ρίψας τα μικρούτσικα ματάκια του ο γέρων ποιμήν, επί του εγγύς ηρειπωμένου οίκου, αληθούς μεγάρου, σειομένου, θαρρείς, εις την πνοήν του ανέμου και απειλούντος να κρημνισθή και να κρημνίση γύρω-γύρω πολλά σπιτάκια, τα οποία εν τρόμω έπτησσον περί τα κράσπεδά του ως γαλιά περί μαδημένην γαλοπούλαν, και παρατηρήσας καλώς ότι δεν έφερε σταυρόν, ανέκραξε, διαμαρτυρόμενος, ως παραμυθών την απαραμύθητον γραίαν: — Δεν κάνανε, μπάρεμ, κ' εδώ ένα σταυρό, σ' αυτό το στοιχειό, να φύγουν τα στοιχειά, που χορεύουν κάθε βράδυ και τρομάζει ο κόσμος να περάση την νύχτα; Δεν είδανε κοτζάμ στοιχειό ενώ, μόν' είδανε την τρύπα την δική σου;

Σχεδόν όλα τα παιδιά της γειτονιάς, δέκα ή δεκαπέντε τον αριθμόν, εισέβαλλον εις την αυλήν, έτρεχαν εδώ-εκεί, εχοροπηδούσαν, εκυνηγούντο γύρω-γύρω εις την καρούταν, έπαιζον το κρυφτάκι, έσκυπταν εις το φρέαρ.

Και ο καιρός έδειχνε από το μεσημέρι, πως ήτανε σκανδαλισμένος. Είδα εγώ τα θεμέλια· ήταν βουρκωμένα γύρω-γύρω. Και η καμπανίτσα εσήμαινε! — Νταν! Νταν! Νταν!

Εκεί ήτον και ο αριστερός ψάλτης, με το βρασμένο το αυγότην τσέπη, να πουν το Χριστός γεννάται και να το φάγη αμέσως, ν' ανοίξη τάχα η φωνή του, κλεισμένη απ' τα λάδια. Ήλθε και ο καϊριστής ο Μανωλάκης από τους πρώτους μαθητας του Καΐρη, δύο φοράς τον χρόνον εμβαίνων εις εκκλησίαν, Χριστούγεννα και Πάσχα· κ' έστεκε κ' εκύτταζε γύρω-γύρω σαν χαζός.

«Εδώ εις το καντόνιον Βαλαί δεν είναι και τόσον άσχημα, έλεγεν ο θείος· «και έχομεν και αιγάγρους, που δεν εκλείπουν γρήγορα, όπως τα πλατώνια· εδώ είναι πολύ καλύτερα τώρα από τα παλαιότερα χρόνια· όσα καλά κι' αν διηγούνται για να τιμήσουν της παληές ημέρας, οι δικές μας είναι καλύτερες· ο σάκκος είναι ανοικτός, φυσάει αεράκι μέσα 'στην κλεισμένη γύρω-γύρω κοιλάδα μας.

Ο Μαθιός αφήκεν επιφώνημα θαυμασμού. — Ιδού τι είνε, επανέλαβε το Λιαλιώ. Ο μπάρμπα-Μοναχάκης, βάζω στοίχημα ενενήντα πέντε τα εκατό, είνε μέσα στη σκαμπαβία. — Λοιπόν; — Οι άλλοι που τραβούν κουπί, και για να γλυτώσουν το ξεπλάτισμα του μεγάλου ταξειδιού, και γιατί έτσι τους φαίνεται σωστότερο, θα είπαν να ψάξουν γύρω-γύρω στα νησιά, ίσως μας εύρουν πουθενά τρυπωμένους.

Ότε, διελθών τους δύο χρυσούς προναούς, ευρέθη υπό τον πανύψηλον θόλον, εσταμάτησεν η αναπνοή του. Εξόχου μεγαλειότητος ευρυχωρία εν μαλακώ φωτί ηπλούτο περί αυτόν σιωπηλή, ήρεμος, νεκρά. Γύρω-γύρω αι μακραί διπλαί στοαί, καλλικίονες, εκοιμώντο, τυλιγμέναι εις τα χρυσά αυτών μουσειοπλαστήματα.

Και πολλαίς φοραίς την αυγήν, ο Χαντζής ο Μπολμάς, ο μέθυσος αχθοφόρος, πηγαίνων εις την καλύβην του, περνώντας μπροστά από την εκκλησίαν, το είδε το κρεββάτι, με πεθαμένον μέσα, με κεριά αναμμένα γύρω-γύρω, οπού μόνον του, χωρίς να το κρατή κανένας, έφευγεν από τον νάρθηκα, κ' επήγαινε προς το νεκροταφείον, με τον πεθαμένον μέσα, με τα κεριά αναμμένα γύρω-γύρω.

Και πότε πάλιν τους έκαμνε τον μάστρο-Νικόλαν, οπού εψώνισε το κρέας και το εκόμιζεν εις την οικίαν, στεκόμενος κάθε-λίγο, καθ' οδόν, και κυττάζων αυτό γύρω-γύρω, καμαρόνων μονάχος του το οψώνιον.

Αι λαμπάδες και τα εξαπτέρυγα εμπρός, ο κόσμος αμέτρητος οπίσω, κ' εν μέσω αλλόμενος και σκιρτών ο γέρων Παπά-Νικόλας, κρατών τον Τίμιον Σταυρόν και ψάλλων «Τριάδος η φανέρωσις εν Ιορδάνη γέγονεν». Η θάλασα ήτον ήσυχος την ημέραν εκείνην. Τα μικροκάικα όλα γύρω-γύρω σημαιοστόλιστα. Η βάρκαις άφησαν θέσιν, ως μιας ορχήστρας θέσιν, να πέση εκεί ο Σταυρός.