United States or Sri Lanka ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΠΑΡΑΜΑΝΑ Καλέ δεν μου λέγεις τι πράγμα είναι αυτός ο γλωσ- σάς, οπού μου έκοψε τόσαις αυθάδειαις: ΡΩΜΑΙΟΣ Είναι ένα αρχοντόπουλον, οπού του αρέσει ν' ακούη την φωνήν του, και ημπορεί να ειπή εις ένα λεπτόν όσα δεν έχει την υπομονήν ν' ακούση εις ένα μήνα. ΠΑΡΑΜΑΝΑ Αν έχη την όρεξιν να φλυαρή δι’ εμένα, του δείχνω εγώ πόσα απίδια βάζει ο σάκκος!

Άλλος σάκκος έκειτο ήδη επί της κλίνης πλήρης και έτοιμος. Αφού και ο δεύτερος εδέθη, τον εσήκωσεν ο πατήρ μου, με διέταξε να φέρω τον επί της κλίνης κείμενον, ήνοιξεν η μήτηρ μου την θύραν και εξήλθομεν του δωματίου. Εκείνος εμπρός, εγώ κατόπιν, φέροντες τους σάκκους, εβαδίσαμεν προς το μάλλον απόκεντρον μέρος του κήπου, όπου ήσαν τα δένδρα πυκνότερα.

Ο Posthumus κρύβει το πάθος του κάτω από του ρούχα ενός χωριάτη και ο Edgar την περιφάνειά του κάτω από τα κουρέλια ενός βλάκα· η Portia φορεί τη στολή δικηγόρου και η Rosalind είναι ντυμένη «από κάθε άποψη σαν άντρας»· ο ταξειδιωτικός σάκκος του Pisanio μεταβάλλει την Ιμογένη στον νέο Fidele· η Jessica φεύγει από το πατρικό της σπίτι ντυμένη παιδικά φορέματα κ' η Julia δένει τα κίτρινα μαλλιά της σε φανταστικά ερωτικά βρόχια και σκεπάζει περικνημίδα και σωκάρδι.

Πάντοτε παρουσιάζεται κάτι καλύτερο, όταν το μεταχειρισμένο πέφτηέλεγεν ο θείος· και όταν ο θείος ήτο διαχυτικός εις ανακοινώσεις, διηγείτο διά τα χρόνια της νεότητός του και πέραν επάνω έως τα πολύ ακμαία χρόνια του πατέρα του, όταν το Βαλαί καθώς αυτός εξεφράζετοήτο ακόμη σάκκος κλεισμένος γεμάτος από πολλούς ασθενείς, αξιοθρηνήτους ηλιθίους. «Αλλά οι Γάλλοι στρατιώται ήλθαν μέσα στον τόπον μας, ήτανε σωστοί γιατροί· εκτύπησαν την αρρώστια και την εξεπάστρεψαν και εκτύπησαν και τους ανθρώπους και τους επάστρεψαν και αυτούς· το κτύπημα το ήξευραν οι Γάλλοι να το κτυπούν πολεμώντες κατά διαφόρους τρόπους· και τα κορίτσα, το καταλάβαιναν και αυτά επίσης». Εδώ έλεγε αυτά ο θείος, έκανε το μάτι 'στην γυναίκα του, η οποία ήτο γαλλικής καταγωγής και εγέλασε.

Όθεν οι Σάμιοι παρουσιάσθησαν και εκ δευτέρου, την φοράν δε ταύτην ήσαν συντομώτεροι· ηρκέσθησαν να δείξωσι σάκκον κενόν και να είπωσιν ότι ο σάκκος έχει ανάγκην αλεύρου. Οι δε Λακεδαιμόνιοι τοις επεκρίθησαν πάλιν ότι η λέξις σάκκος ήτο περιττή· ενέκριναν όμως να τους βοηθήσωσι.

Αίφνης ηκούσθη κρότος μετάλλου προς μέταλλον. Επήδησα εντός του λάκκου και ήρχισα ν' απωθώ με τας χείρας το χώμα. Η αξίνη του κηπουρού έσχισε τον σάκκον. Τον ανύψωσα μετά προσοχής και τον απέθεσα παρά την ρίζαν του δένδρου. Υπ' αυτόν ήτο ο έτερος σάκκος. Τον έθεσα πλησίον του πρώτου και εγεμίσαμεν πάλιν με το χώμα τον λάκκον. ― Τώρα ; ηρώτησεν ο γέρων.

Η στάσις του, όπως εκάθητο βαρύς κ' εστρεβλωμένος, ως σάκκος πλήρης αχύρου, εφαίνετο εις την Σμάλτω στάσις αρμόζουσα εις κανένα πλούσιον και υπερήφανον υιόν αρχιποιμένος κ' εν γένει ολόκληρον τον βοσκόν περιέλουεν η αύλησις και τον παρουσίαζεν εις τους οφθαλμούς της εναρμόνιον, όπως ήτο και αυτή.

Αλλά πρώτα πρέπει να σ' ευχαριστήσω ότι μ' έπνιξες, διότι τώρα δα μ' έκαμες αληθινά πλούσιον. Πώς ετρόμαξα όταν έπιπτα, και εσφύριξεν ο αέρας εις τ' αυτιά μου! Αλλά άμα έπεσα εις το νερόν, ο σάκκος ήνοιξε, και μία ωραία κόρη με κάτασπρα φορέματα και με πράσινα φύλλα επάνω εις τα βρεγμένα της μαλλιά, με επήρεν από το χέρι και μου λέγει: «Καλώς ήλθες, μικρέ Κλώσε. Χάρισμά σου αυτά τα ολίγα πρόβατα.

«Εδώ εις το καντόνιον Βαλαί δεν είναι και τόσον άσχημα, έλεγεν ο θείος· «και έχομεν και αιγάγρους, που δεν εκλείπουν γρήγορα, όπως τα πλατώνια· εδώ είναι πολύ καλύτερα τώρα από τα παλαιότερα χρόνια· όσα καλά κι' αν διηγούνται για να τιμήσουν της παληές ημέρας, οι δικές μας είναι καλύτερες· ο σάκκος είναι ανοικτός, φυσάει αεράκι μέσα 'στην κλεισμένη γύρω-γύρω κοιλάδα μας.

Δε μου λες πού τονε βρήκες το βασιλικό απούχες στ' αυτί σου; στον ποταμό τον ήκοψες γή στο πηλοφόρι εφύτρωσε; Έλα δα να δειπνήσωμε κύστερα θα σου δείξω 'γώ πόσ' απίδια βάνει ο σάκκος. Αλλ' η οργή του εξατμίσθη ολίγον κατ' ολίγον και εσβέσθη κατά μέγα μέρος εις τον οίνον με τον οποίον κατέβρεξε το δείπνον του.