United States or Kosovo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Λύοντες δε το με την Σκυθικήν συνεχόμενον μέρος της γεφύρας να είπωσιν ότι θα πράξωσι παν ό,τι δύνανται διά να ευχαριστήσωσι τους Σκύθας. Ταύτα μεν προσέθησαν εις την γνώμην του Ιστιαίου, έπειτα δε ο Ιστιαίος απεκρίθη εξ ονόματος όλων τα εξής· «Ω Σκύθαι, ήλθετε φέροντες εις ημάς αγαθάς συμβουλάς, και εσπεύσατε εγκαίρως.

Άλλος σάκκος έκειτο ήδη επί της κλίνης πλήρης και έτοιμος. Αφού και ο δεύτερος εδέθη, τον εσήκωσεν ο πατήρ μου, με διέταξε να φέρω τον επί της κλίνης κείμενον, ήνοιξεν η μήτηρ μου την θύραν και εξήλθομεν του δωματίου. Εκείνος εμπρός, εγώ κατόπιν, φέροντες τους σάκκους, εβαδίσαμεν προς το μάλλον απόκεντρον μέρος του κήπου, όπου ήσαν τα δένδρα πυκνότερα.

Κατά το ακόλουθον θέρος, άμα ήρχισεν η άνοιξις, οι των Αθηναίων πρέσβεις επέστρεψαν εκ της Σικελίας και μετ' αυτών οι των Εγεσταίων φέροντες μεθ' εαυτών εξήκοντα τάλαντα εις άργυρον διά μηνιαίον μισθόν εξήκοντα πλοίων, τα οποία έμελλαν να παρακαλέσουν τους Αθηναίους να τους στείλουν.

Πόσοι πενιχρά πάντως φέροντες της ευφυίας ή της ικανότητος τα εφόδια, έφθασαν εν τούτοις, οτέ μεν έρποντες, οτέ δε υπό φίλης χειρός μετεωριζόμενοι, εις ύψη ου μόνον δυσανάβατα αλλά και δυσθεώρητα εις τους συνωστιζομένους κάτω αληθείς εργάτας! Πόσοι από μηδενικών ορμηθέντες και διά μηδενικών βαδίσαντες σοβούσι σήμερον ως πολυψήφιοι αριθμοί!

Ίδε πόσοι άνδρες αναρίθμητοι, φέροντες πολέμου πανοπλίαν, πόσοι ατρόμητοι ναυβάται ορμώσι κατά των εχθρών ίν' αποθάνωσιν υπέρ της Ελλάδος, της υβρισθείσης πατρίδος μας.

Αμέσως λοιπόν ήρχισαν το έργον, μη έχοντες μεν εργαλεία διά το πελέκημα των λίθων, φέροντες όμως τους λίθους τους οποίους εξέλεγαν ένα προς ένα και τακτοποιούντες αυτούς όπως προσηρμόζετο έκαστος· και τον πηλόν, όπου υπήρχεν ανάγκη αυτού, εκόμιζον επί της ράχεώς των εν ελλείψει αγγείων, κύπτοντες διά να τον υποβαστάζουν και συμπλέκοντες όπισθεν τας χείρας διά να μη πίπτη.

Αλλά μόλις έδυ ο ήλιος, και το άπληστον πλήθος ήρχισε να ζητή την βοήθειάν Του. Ολόκληρος η πόλις συνέρρευσεν εις τα πρόθυρα της ταπεινής οικίας, φέροντες μεθ' εαυτών τους αρρώστους των. Οποία παράδοξος σκηνή!

Την ενάτην ημέραν της εις Μεστά διαμονής μας ενομίσαμεν ότι τα δεινά μας ετελείωσαν. Δυο Πρόξενοι ήλθον εις το χωρίον φέροντες κλάδους ελαίας και παραμυθίας ευαγγέλια. Έφερον αναφοράν προς υπογραφήν, υπέσχοντο δε ότι άμα προσκυνήσωμεν ο Πασάς θα μας συγχωρήση.

Πτωχοί, αμαθείς, άτεχνοι, χθες μόλις απαλλαγέντες του βδελυρωτάτου των ζυγών, και φέροντες έτιπώς άλλως; — της δουλείας τους μώλωπας επί του κοινωνικού ημών σώματος, ελησμονήσαμεν δυστυχώς, κατ' αυτά τα πρώτα βήματα του ελευθέρου ημών βίου, ότι πρώτον ημών καθήκον ήτο να ζήσωμεν, και ότι προς τούτο απαραίτητον ήτο να κρατύνωμεν ημάς αυτούς διά της εργασίας, και ν' αναρρώσωμεν διά της εγκρατείας και της φειδούς.

Καθ' όλον τον Αύγουστον και τον Σεπτέμβριον, εις την εποχήν του τρύγου, των πρωίμων και των οψίμων, μοσχάτων και μαύρων, έτρεχαν όλοι και όλαι μαζί, οι αμπελοκτήμονες εις του μαστρο-Στεφανή φέροντες κυλιστά από το σπίτι της κάδες και τα βυτία των και τα βαρέλια των διά να τους τα διορθώση.