United States or Italy ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το μειδίαμά της ενείχε μικράν δόσιν νεανικής πονηρίας· ο Βινίκιος την παρετήρησε με θαυμασμόν και απεκρίθη: — Είναι άσχημον διά τους οφθαλμούς μου, οι όποιοι θα ήθελον να βλέπουν μόνον σε μέχρι θανάτου. Και προς μεγάλην έκπληξιν του όχλου, ο ευγενής Αυγουστιανός έθεσε τα χείλη του επί των χειρών της ταπεινής νεάνιδος: — Χαίρε . . . .

Αλλά μόλις έδυ ο ήλιος, και το άπληστον πλήθος ήρχισε να ζητή την βοήθειάν Του. Ολόκληρος η πόλις συνέρρευσεν εις τα πρόθυρα της ταπεινής οικίας, φέροντες μεθ' εαυτών τους αρρώστους των. Οποία παράδοξος σκηνή!

Κρίνω όμως δίκαιον να με δοθή η εξής αμοιβή· πρώτον να λάβω τάλαντα εκ της περιουσίας του Πολυκράτους· δεύτερον να παραχωρηθή εις εμέ και εις τους απογόνους μου ισοβίως η ιερωσύνη του Ελευθερίου Διός, εις τον οποίον έκτισα ιερόν και χάριν του οποίου σας αποδίδω την ελευθερίανΑυτός μεν ταύτα είπε προς τους Σαμίους· είς δ' εξ αυτών εγερθείς είπεν· «Αλλ' ούτε είσαι άξιος να άρχης ημών· συ όστις είσαι ταπεινής καταγωγής και υπήρξες όλεθρος ημών· σκέφθητι δε μάλλον πώς θα δώσης λόγον των χρηστών τα οποία διεχειρίσθης

Δεν εσκεπτόμεθα όμως ότι απομακρυνόμενοι της εξόδου, εκλειόμεθα εντός του χωρίου. Αλλά μη σκέπτεται τις εις τοιαύτας ώρας ; Ενώ ετρέχομεν ούτω περίφοβοι, παραζαλισμένοι, μη γνωρίζοντες πού να καταφύγωμεν, μία γραία εις την θύραν ταπεινής οικίας ισταμένη μας είδε, μας ελυπήθη και ήπλωσε προς ημάς την χείρα. ― Ελάτε εδώ να σας κρύψω, Χριστιανοί.

Το Σάββατον του Ραββινισμού, μεθ' όλης της ταπεινής δουλοπρεπείας του, ουδόλως ήτο το Σάββατον του φιλανθρώπου και αγίου νόμου του Θεού. Είχεν εκπέσει ως εκείνο το οποίον ο Παύλος αποτελεί π τ ω χ ι κ ό ν ήτοι επαιτικόν, σ τ ο ι χ ε ί ο ν.

Δεν είναι μία βασίλισσα που να βασιλεύη εις την καρδίαν μου, αυτή είναι μία γυναίκα ταπεινής καταστάσεως που με κυριεύει. Θέλω λοιπόν να σας διηγηθώ αυτήν την ιστορίαν· δεν είχα γνώμην ποτέ να σας, φανερώσω ένα παρόμοιον απόκρυφον, μα με το να μου δίδετε την αιτίαν θέλω να το κάμω πασίδηλον. &Ιστορία της ωραίας Αροούγιας.&

Ήτο μία πρόκλησις εις την όρεξιν, — μία παρόρμησις προς ικανοποίησιν της ταπεινής εκείνης φυσικής ανάγκης, ήτις υπάρχει εξ ίσου εις τον άνθρωπον και εις τα ζώα. Αλλ' αντί να γίνη με ένα απότομον ή απροκάλυπτον τρόπον, κολακεύοντα την αίσθησιν, περιεβλήθη ένα λεπτότατον πέπλον πονηρίας.

Ο αγών αυτός των όπλων ήτο διά τον Χειμάρραν αγών του παρελθόντος και του παρόντος, της παρελθούσης γενεάς, της μεγάλης και θαυμαστής και της νέας γενεάς, της όλως ασήμου και ταπεινής και παιδαριώδους, η οποία μόνον υπό την σκιάν της παλαιάς ηδύνατο ν' ανδρωθή και να προκόψη. Και όμως αυτή ενίκησεν εκείνην.

Δεν υπάρχει ανθρώπινον πλάσμα, όπερ να μη φλογίζη η επιθυμία. Αλλά τούτο δεν απαγορεύουσιν οι θεοί. Αρκεί η τοιαύτη επιθυμία να είνε θεμιτή. Η νέα εφάνη αποφασίσασα. Είπε δε διά ταπεινής φωνής·Ειπέ μοι τίνες είνε οι γονείς μου, και δεν επιθυμώ τίποτε άλλο. Ο Πλήθων ανεσκίρτησεν. Ως φαίνεται δεν είχε προβλέψει εγγύθεν την τοιαύτην απαίτησιν. — Τους γονείς σου; επανέλαβε. Μόνον αυτό ζητείς;