Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 9 Μαΐου 2025
Εις την θέαν εκείνην ανεσκίρτησεν υπό του τρόμου η αγέλη των πιστών, οίτινες συνεσφίγγοντο προς αλλήλους ως πρόβατα καταληφθέντα υπό λυκοφοβίας. Οι κρατούντες την ουράν της παπικής εσθήτος έσπευσαν εις βοήθειαν του αρχηγού της Εκκλησίας, όστις εστέναζε κυλιόμενος επί του κονιορτού ως όφις μεσοκοπημένος.
Ο Κώστας Κρυστάλλης υπήρξε πολύτιμος συνεργάτης ημών και εν τη «Φωνή της Ηπείρου». Ότε εκυκλοφόρησεν η αγγελία της εκδόσεως, ανεσκίρτησεν εκ χαράς, διότι θα ηδύνατο και αυτός να διαλαλή, εν αυτή, τα δεινοπαθήματα της ατυχούς πατρίδος.
Αυτή ήτον η μεγάλη, η πελωρία φράσις, η οποία επί τόσον καιρόν επίεζε τα στήθη της, χωρίς να δύναται να την εκστομίση. Ο Μανώλης ανεσκίρτησεν. Η φράσις εκείνη εφώτισεν εντελώς την σκοτισμένην διάνοιάν του. Και τώρα ενόει το αλλόκοτον ήθος το οποίον είχεν η χήρα κατά τους τελευταίους καιρούς και τα μασημένα λόγια τα οποία του έλεγε. — Και το Μαρούλι πούνε; της είπε.
Δεν υπάρχει ανθρώπινον πλάσμα, όπερ να μη φλογίζη η επιθυμία. Αλλά τούτο δεν απαγορεύουσιν οι θεοί. Αρκεί η τοιαύτη επιθυμία να είνε θεμιτή. Η νέα εφάνη αποφασίσασα. Είπε δε διά ταπεινής φωνής· — Ειπέ μοι τίνες είνε οι γονείς μου, και δεν επιθυμώ τίποτε άλλο. Ο Πλήθων ανεσκίρτησεν. Ως φαίνεται δεν είχε προβλέψει εγγύθεν την τοιαύτην απαίτησιν. — Τους γονείς σου; επανέλαβε. Μόνον αυτό ζητείς;
— Άνθρωπε παράφορε και τυφλέ· εκείνη σε ηγάπα. Ο Βινίκιος ανεσκίρτησεν. — Δεν είναι αληθές! Η Ακτή, η τόσον προσηνής συνήθως, ηγανάκτησε και αυτή και του είπε να σκεφθή, πώς είχε δοκιμάσει να την προσελκύση; Αντί να υποκλιθή ενώπιον της Πομπωνίας και του Αούλου, και να την ζητήση από αυτούς, την είχεν αρπάσει εξαπίνης από τους γονείς της τους θετούς.
Την στιγμήν εκείνην ο Χίλων έσυρε τον Βινίκιον από το κράσπεδον του μανδύου και εψιθύρισεν: — Αυθέντα, εκεί, όχι μακράν του γέροντος, βλέπω τον Ούρσον και πλησίον του μίαν νεάνιδα. Ο Βινίκιος ανεσκίρτησεν ως να αφυπνίσθη αιφνιδίως και εστράφη προς το μέρος, το οποίον τω εδείκνυεν ο Χίλων, και είδε την Λίγειαν. Είδε την Λίγειαν και δεν είδεν ειμή αυτήν και μόνην.
Ο Μανώλης επροχώρει συλλογισμένος. Έξαφνα ανεσκίρτησεν ακούσας παιδικήν φωνήν, η οποία ήρχετο από το πλησίον δώμα: — Δε σε θέλει, Μανώλη. Εστράφη με οργήν, αλλά το διαβολόπαιδο δεν εφαίνετο. Εξηκολούθησε τον δρόμον του, αλλά μετ' ολίγον η αυτή φωνή τον έκαμε να στραφή με οργήν μεγαλειτέραν. — Δε σε θέλει, Πατούχα, δε σε θέλει! Και ως ηχώ συνεπλήρωσεν άλλη παιδική φωνή: — Κόκκινα παπούτσια θέλει!
Ολίγαι παρήλθον στιγμαί, και ακούει όπισθέν του, όχι πολύ μακράν, θρουν φύλλων και κλάδων κινουμένων. Ο βοσκός ανεσκίρτησεν. Ο θόρυβος ούτος ήτο ως εκ βηματισμών ανθρώπων μετά πολλής πατούντων προφυλάξεως, αλλά μη κατορθούντων, εν μέσω του χλοερού δάσους, να βωβάνωσιν εντελώς το βήμα. — Κι' άλλοι, κι' άλλοι έρχονται, εψιθύρισε· τ' είνε τάχα, Θεέ μου!
Έως εδώ είχε φθάσει εις την αφελή διδαχήν του ο γέρο-Πέτρος. Αίφνης την στιγμήν εκείνην ο καπετάν Γεωργάκης ανεσκίρτησεν, ανεσηκώθη αποτόμως, κ' ήρπασε την χονδρήν ράβδον, αγριελαιίνην ράβδον του γέροντος μοναχού. Ο γέρο-Πέτρος έστρεψε βλέμμα προς αυτόν, και τον είδεν έντρομος. Είχον εξογκωθή βλοσυρά τα όμματά του, αι τρίχες της κεφαλής του εφρικίασαν, και αφήκεν αλλόκοτον φωνήν: — Τι ήρθες εδώ;
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν