Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 11 Μαΐου 2025
Εν τούτοις το πνεύμα μου ενέμενεν εις στιγμάς αλλοφροσύνης να μη εννοή τι συνέβαινεν. Αλλά τέλος η αλήθεια επεβλήθη, εβίασε την είσοδον του λογικού μου και το εφώτισεν. Ω! Οτιδήποτε άλλο, μα όχι αυτό! Όχι τέτοιο βασανιστήριον! Όχι τέτοιος θάνατος! Εκπέμπων αγρίας ωρυγάς απεσύρθην από το χείλος του φρέατος και κρύπτων το πρόσωπον εις τα δύο χέρια μου έχυσα πικρά δάκρυα.
Ήτο πλατάγημα όμοιον με το παραγόμενον εκ της συγκρούσεως προς ρευστόν σώμα. Δυνατόν να έζη εισέτι η μικρά κόρη, αν δεν εκτύπησεν επί του βράχου. Τω όντι δε εις την λεκάνην, όπου κατέρρεεν ο χείμαρρος, εσχηματίζετο λάκκος τις, έχων βάθος ίσον προς το τρίτον αναστήματος ανθρώπου. Η σκέψις αύτη εφώτισεν ένδοθεν την ψυχήν τον δυστυχούς απομάχου.
Αυτή ήτον η μεγάλη, η πελωρία φράσις, η οποία επί τόσον καιρόν επίεζε τα στήθη της, χωρίς να δύναται να την εκστομίση. Ο Μανώλης ανεσκίρτησεν. Η φράσις εκείνη εφώτισεν εντελώς την σκοτισμένην διάνοιάν του. Και τώρα ενόει το αλλόκοτον ήθος το οποίον είχεν η χήρα κατά τους τελευταίους καιρούς και τα μασημένα λόγια τα οποία του έλεγε. — Και το Μαρούλι πούνε; της είπε.
Αι κύριαι δίοδοι επλήσθησαν φλογών· αι συστάδες των δένδρων εφωταγωγήθησαν· τα φύλλα των εφάνησαν ρόδινα και ήρχισαν να κιτρινίζουν από τας φλόγας. Και εφώτισεν ως εν μέση ημέρα. Η οσμή της ψηνομένης σαρκός επλήρωσε τους κήπους, αλλ' αμέσως επί των θυμιατηρίων των τοποθετημένων μεταξύ των πασσάλων, οι δούλοι έρριψαν μύρτον και αλόην . . .
Τον εφώτισεν ο Θεός, όταν ενυμφεύθη την Σοφίαν, και της τα «έκαμεν όλα επάνω της». Οι συγγενείς του εγόγγυσαν διά τούτο, αλλά τι τους έπταιεν η πτωχή Σοφία; Ας μην εγύρευεν ο Αγάλλος πανδρειά. Ο Μανώλης έζησε δύο χρόνια και απέθανεν. Η Σοφία τα εκληρονόμησεν όλα, μαζί και τον μύλον αυτόν, τον οποίον είχεν ανακαινίσει εσχάτως ο μακαρίτης.
Ούτε αι μεγάλαι δυστυχίαι, ούτε αι μεγάλαι ευτυχίαι, ούτε οι μεγάλοι έρωτες σβέννυνται από την ανάμνησιν, εφ' όσον δεν εδοκίμασες μεγαλειτέρους. Και το σκοτεινόν χάος διεπέρασεν η ακτίς του ηλίου και του άστρου η μαρμαρυγή· το σκότος όμως της ανθρωπίνης ψυχής τίποτε δεν το εφώτισεν ακόμη.
— Μέσα σου τι πιστεύεις; ότι είσαι θυγάτηρ των; Η κόρη έκαμε μορφασμόν. — Ειμπορεί να είμαι, είπεν. — Ειμπορεί. Αλλά δεν έχεις βεβαιότητα, καθώς φαίνεται. — Δεν έχω, είπεν η Αϊμά. — Τότε, εις την κεφαλήν σου δεν κατέβη ποτέ καμμία ιδέα; δεν σ' εφώτισεν η φαντασία σου; — Εις τι πράγμα; — Ότι αυτοί δεν είνε γονείς σου. — Τι ωφελεί αυτό; Αφού δεν γνωρίζω ποίοι είνε. — Ειμπορείς να τους μάθης.
Τούτο ήθελε να μάθη; Πώς είναι ο άνθρωπος ότε ψυχομαχεί, αλλ' η απόκρισις του χωρικού δεν τον εφώτισεν. Επεθύμει ν' ακούση περιγραφόμενον το θέαμα, το οποίον απετροπιάζετο προτού το ίδη. Ήλπιζεν ότι η εκ των προτέρων περιγραφή ήθελεν εξοικειώσει αυτόν προς ό,τι παιδιόθεν εφαντάζετο μετά φρίκης. Και επάλαιεν εντός της ψυχής του το ταπεινόν αίσθημα του φόβου προς το ευγενές αίσθημα του καθήκοντος.
Αυθέντη, μου λέγει, με μεγάλον πόνον της καρδιάς του, μην παραδίνεσαι εις αυτήν την επιθυμίαν σε παρακαλώ· ποίον δαιμόνιον σου την εφώτισεν; ιδού που θεωρούμεν με τους οφθαλμούς μας, και ακούομεν με τα αφτιά μας τα θανατηφόρα αποτελέσματα, που κάνει αυτή η θεώρησις της Ρετζίας· σε εξορκίζω εις τον μέγαν Προφήτην, να μη βαλθής εις αυτόν τον κίνδυνον· και έπαρε παράδειγμα από αυτούς τους δυστυχείς, που εις τούτους τους πύργους ευρίσκονται από αιτίαν της κλεισμένοι.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν