United States or Oman ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έκαμε χρεία, διά να τον ευχαριστήσω πάλιν, και μετά πολλές ευχαριστίες που του έκαμα, με επήρε και με έφερεν εις το σπήτι του, το οποίον ήτον ένα από τα καλλίτερα του Σουράτ, στολισμένον με μεγάλην μεγαλοπρέπειαν· και φθάνοντας εκεί με υποχρέωσε διά να λουσθώ, καθώς και αυτός εις μίαν μεγάλην λεκάνην από μάρμαρον πορφυρόν, εις την οποίαν ήτον ένα νερόν πολλά καθαρόν και ζεστόν.

Πώς έτρεχον το πρωί, εις την πεδιάδα πέραν, έξω της πολίχνης, τόσος κόσμος, άνδρες και παιδία, και ολίγαι γυναίκες προσέτι; Έτρεχον ανά την ευρείαν λεκάνην, την σχηματιζομένην μεταξύ δύο βουνών και ενός βορεινού όρμου και του λιμένος του μεσημβρινού, πλήθος πολύ σφόδρα.

Πλην υπεράνω πάντων αυτών των κατ' ιδίαν διαλόγων και των εν εμπιστοσύνη εξομολογήσεων, υπεράνω του υποκώφου ψιθυρισμού των προσπαθούντων να απατήσωσιν αλλήλους, των παροτρυνομένων αμοιβαίως εις αγοράς και πωλήσεις, και των φιλοσοφούντων επί του προ αυτών νοσολογικού κοινωνικού φαινομένου, αντήχει φοβερός και συμμιγής ο τάραχος των μεγαλοφωνούντων εξ υπογυίου μεσιτών, ων άλλοι άλλα τέως ασκούντες επαγγέλματα, κατέλιπον έν πρωί ο μεν το ξυράφιον αυτού και την λεκάνην, ο δε την οψοπωλικήν αυτού ποδιάν, ο δε το υπαλληλικόν του γραφείον, ο δε και αυτούς τους μαθητικούς σκύμνους, και ετράπησαν προς το διασκεδαστικόν και κερδοφόρον επιτήδευμα «του ποδαριού» — ως το απεκάλουν, — την χρηματιστικήν μεσιτείαν.

Ο Αμπτούλ ανέβασε τον Καλίφη από μίαν σκάλαν εις το χείλος της λεκάνης και είπε του Καλίφη· βλέπεις ετούτην την λεκάνην, που είναι γεμάτη από χρυσάφι; δύο δάκτυλα ακόμη δεν είνε φυραμένη έως τώρα αφού την εξουσιάζω· πιστεύεις το λοιπόν, ότι εγώ ημπορώ να την σώσω έτσι εύκολα; Ο Καλίφης αφού και εστοχάσθηκε καλώς την λεκάνην, είπεν· ετούτο το ομολογώ πως είνε ένας πλούτος υπέρμετρος· μα καθώς τον μεταχειρίζεσαι ημπορεί να σωθή.

Ακολουθούντες τον διάδρομον ο Βινίκιος και ο Κρότων έφθασαν εις στενήν αυλήν, περιβαλλομένην από κτίρια. Η αυλή, αύτη απετέλει είδος ατρίου κοινού εις όλην την οικίαν, έχοντος εις το κέντρον μίαν κρήνην, της οποίας το ύδωρ έπιπτεν εις μίαν χονδροκαμωμένην λεκάνην.

Ήτο πλατάγημα όμοιον με το παραγόμενον εκ της συγκρούσεως προς ρευστόν σώμα. Δυνατόν να έζη εισέτι η μικρά κόρη, αν δεν εκτύπησεν επί του βράχου. Τω όντι δε εις την λεκάνην, όπου κατέρρεεν ο χείμαρρος, εσχηματίζετο λάκκος τις, έχων βάθος ίσον προς το τρίτον αναστήματος ανθρώπου. Η σκέψις αύτη εφώτισεν ένδοθεν την ψυχήν τον δυστυχούς απομάχου.

Αυτή επλησίαζε με μίαν νοστιμάδα ευγενικήν προς τον Κουλούφ, του οποίου επήρε το χέρι και το εφίλησε, και ύστερον ετοίμαζε διά να του πλύνη τα ποδάρια εις μίαν λεκάνην χρυσήν.

Θα μου διηγηθής τούτο άλλοτε, είπεν ο Γλαύκος, προς το παρόν πρέπει να φροντίσωμεν διά τον τραυματίαν μας. Μετά την επίδεσιν των τραυμάτων του ο Βινίκιος, όστις είχε πάλιν λιποθυμήσει, συνήλθεν. Η Λίγεια ευρίσκετο παρά την κλίνην του και εκράτει με τας δύο χείρας μίαν λεκάνην, όπου από καιρού εις καιρόν ο Γλαύκος έβρεχε τον σπόγγον, διά του οποίου εδρόσιζε την κεφαλήν του τραυματίου.

Βασιλοπούλα, τότε μου λέγει αυτός· εγώ είμαι ένας από τους πλέον περιφήμους εξωτικούς του κόσμου, και εις το αναμεταξύ που απερνούσα από το νησί Σερεδίβ, σε είδα εις την λεκάνην, και ευθύς ετρώθηκα διά εσένα.

Ενίοτε οκτάπους τις φέρων εις τους κολλώδεις πλοκάμους του ορμαθόν κογχυλίων προσκολληθέντων, ως διπλούν και τριπλούν κομβολόγιον, και πολλάκις σηπία με τον μαύρον ρύπον της, ως χειρ απείρου μαθητού. Όλα αυτά εξέρριπτεν από της πήρας του ο κυρ-Δημάκης, κ' επλήρου λεκάνην όλην, υπό τα άπληστα βλέμματα της γραίας Αχτίτσας, ήτις άλλα έψηνεν, άλλα εμαγείρευε, και άλλα έτρωγεν ωμά.