United States or New Caledonia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν ημπορεί διόλου, είπεν ο Κέβης. Εξέτασε λοιπόν, παρακαλώ, είπεν ο Σωκράτης, ακόμη και το εξής, διά να ίδωμεν αν θα το παραδεχθής· ονομάζεις κανέν πράγμα ζεστόν και κρύον; Ναι βέβαια, είπεν ο Κέβης. Άρα γε εκείνο, το οποίον ονομάζεις χιόνα και φωτιάν; Μα τον Δία, όχι βέβαια. Αλλά το ζεστόν είναι άλλο παρά η φωτιά και το κρύον άλλο παρά το χιόνι; Ηρώτησεν ο Σωκράτης. Ναι, είπεν ο Κέβης.

Διότι, αν παρεδεχόμεθα τούτο, θα υπεστηρίζομεν ευκόλως, ότι, όταν το ζυγόν παρουσιασθή, το μονόν και τα τρία παίρνουν και φεύγουν· και διά την φωτιάν και το ζεστόν και τα άλλα θα εσυζητούσαμεν με τον ίδιον τρόπον, ή όχι; Βεβαιότατα, είπεν ο Κέβης.

Και λοιπόν εξηκολούθησεν ο Σωκράτης, αν ήτο υποχρεωτικόν και το άζεστον να είναι άφθαρτον, οπόταν ήθελε πλησιάσει κανείς ζεστόν επάνω εις χιόνι, το χιόνι δεν θα εγλύτωνε και θα έμενεν απείρακτον και άλυωτον; Διότι βεβαίως δεν θα εφθείρετο, ούτε πάλιν υποφέρον το ζεστόν θα εδέχετο την ζέστην. Αληθινά λέγεις, είπεν ο Κέβης.

Μου επέρασεν έν σχοινάκι εις την τρύπαν μου, και με εκρέμασεν εις τον λαιμόν τον μικρόν υιού της γειτόνισσας, ωσάν να ήμην στολίδι και όχι νόμισμα. Το παιδάκι εχαμογέλασε και με εφίλησε, και την νύκτα εκοιμήθηκα επάνω εις τον ζεστόν λαιμόν του. Την αυγήν η μάνα του παιδιού με επήρεν εις τα δάκτυλά της και με εξέταζεν. Αμέσως εκατάλαβα ότι είχε κακούς σκοπούς.

Ιδών ένα εκ των κομψευομένων υπερηφανευόμενον διά το πλάτος της πορφύρας, ήτις εστόλιζεν ως παρυφή το ένδυμά του, έσκυψε και του εψιθύρισεν εις το ους, εγγίσας το ένδυμά του• Αυτό πριν από σε το εφόρει πρόβατον και ήτο πρόβατον. Προκειμένου να λουσθή, εδίσταζε να εισέλθη εις το νερόν, επειδή ήτο καθ' υπερβολήν ζεστόν• κάποιος δε παριστάμενος τον κατηγόρησεν ως δειλόν.

Κ’ η νύμφη έρχεται· ιδού· ποτέ, ποτέ σημάδι εις της αιωνιότητος την πλάκα δεν θ' αφήση τέτοιο ποδάρι ελαφρόν! — Ο εραστής δεν πέφτει, και αν ακόμη κρεμασθή εις ταις κλωσταίς της πάχνης, πουτον αέρα τον ζεστόν πετούν το καλοκαίρι! Τόσον ζυγιάζει της ζωής η κούφια ματαιότης! ΙΟΥΛΙΕΤΑ Καλή εσπέρα κι’ αγαθή, πνευματικέ μου πάτερ.

Για να γλυτώσουν κιόλα οι άμοιροι από το κακό, και να γλυτώσουν από του μαβρο-Λίακα το βρυκολάκιασμα, πιάνουν και τον παίρνουν, και, μπροστά ο παπάς, πάνε στο κοιμητήρι νύχτα, κι ανοίγουν βαθύ λαγούμι, κατάβαθο, και τον πετάνε μέσα, ζεστόν ακόμα τον άμοιρο! Τον πετροχωνιάζουν κιόλα, να μη μπορή να κουνηθή. Να μη μπορή να ξεβρυκολακιάση και νάβγη πάλι στον Απανωκόσμο, ερημιά του !

Έκαμε χρεία, διά να τον ευχαριστήσω πάλιν, και μετά πολλές ευχαριστίες που του έκαμα, με επήρε και με έφερεν εις το σπήτι του, το οποίον ήτον ένα από τα καλλίτερα του Σουράτ, στολισμένον με μεγάλην μεγαλοπρέπειαν· και φθάνοντας εκεί με υποχρέωσε διά να λουσθώ, καθώς και αυτός εις μίαν μεγάλην λεκάνην από μάρμαρον πορφυρόν, εις την οποίαν ήτον ένα νερόν πολλά καθαρόν και ζεστόν.

Ο μπάρμπα Κωνσταντός δεν απέσπα το βλέμμα από τας κυανάς και κοκκίνας υάλους της θυρίδος του ιερού βήματος, ήτις εφαίνετο προσελκύουσα αυτόν ως μαγνήτης, και νοερώς συνέκρινε την σχετικήν ανάπαυσιν ην θα είχεν εις τον Άγιον Χαράλαμπον, όπου θα εύρισκε ζεστόν κελλίον με άφθονον πυρ και καφέν προ της Αναστάσεως, με γάλα και αυγά μετά την λειτουργίαν, και διπλούν θαλπερόν και αναπαυτικόν ύπνον προ και μετά την ακολουθίαν, με την ερημίαν, με τους βράχους, τους σχοίνους και τας κομαριάς του Αγ.

ΓΟΝΕΡ. Κάτι πρέπει να κάμωμεν, και μάλιστα ενόσω είναι ακόμη ζεστόν το πράγμα. Αίθουσα εν τω μεγάρω τον Κόμητος Γλόστερ. Εισέρχεται ο ΕΔΜΟΝΔΟΣ κρατών εις χείρας επιστολήν ΕΔΜ. Φύσις θεά μου είσαι συ! Τον νόμον σου λατρεύω!