United States or Moldova ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είπε, κ' εκείνο εθαύμασαν, γιατίτην Νήλια Πύλο δεν έλεγαν πως πέρασεν, αλλ' ότιτους αγρούς του με τα κοπάδια του έμενεν ή τον χειροβοσκό του. 640 και ο υιός του Ευπείθη Αντίνοος του ωμίλησε και του 'πε•

Ό,τι έσπειρε τις εν αυτώ, εκαρποφόρει πενταπλασίως. Ήτο, ως να έκοπτέ τις τα φύλλα του δενδρυλλίου, εκάστοτε ότε εγένετο εξόφλησις κονδυλίου τινός, αλλ' η ρίζα έμενεν υπό την γην, μέλλουσα και πάλιν ν' αναβλαστήση. Ο κυρ-Μαργαρίτης εύρε παρευθύς τους δύο λογαριασμούς.

Πού να τους εύρη εκεί κάτω; Εφρόντιζε με το συχνοβούτημα των ζωντανών ν' αναπληρώση τους νεκρούς. Δος του λοιπόν βουτιά στη βουτιά. Ατμός η μηχανή. Κ' έτσι όμως δεν έμενεν ευχαριστημένος· όλο γρίνια και φωνές: — Διαβολόσπορε!... Δούλευε το σταυρό σου! . . . Μέσα το θεό σου κεραταΐμκερατά! Αμή!... τις άγκουρες ήξερες να τις πετάς σαν χαλίκια, στους βιολιτζήδες!

Το βέβαιον είνε ότι τον έστειλε να καλοπεράση πλησίον των ανοιχτοκάρδων εξωμεριτών, οίτινες του ήρεσκον του μπάρμπα-Κίτσου, ας τους έλεγον και «τσουπλακιαίς» ή «χαλκοδέραις». Εάν έμενεν εν τη πόλει, ο δήμαρχος θα ήτο υπόχρεως να τον φιλεύση τον μπάρμπα-Κίτσον, καθώς τον είχαν κακομάθει οι προκάτοχοι του, έλεγε, — να τον φιλεύση κουλούραν και αυγά. Τι έθιμα!...

Πιθανόν ο Αγησανδρίδας να έμενεν εις τα παράλια της Επιδαύρου κατ' ακολουθίαν συνεννοήσεών τινων· πιθανόν επίσης να περιέμενε την έκβασιν των εν Αθήναις διχονοιών, διά να παρουσιασθή εις στιγμήν κατάλληλον.

Εκεί, ένας μεγάλος σκύλος επλησίασε με την γλώσσαν του κρεμασμένην και με μάτια φλογισμένα και άγρια. Εμυρίσθη το παπί, έδειξε τα δόντια του, και πλατς, πλατς, έφυγε χωρίς να το εγγίση. Το παπί ανεστέναξε. Την εγλύτωσα, είπε. Είμαι τόσον άσχημον, ώστε και ο σκύλος δεν ηθέλησε να με δαγκάση. Και έμενεν εκεί ακίνητον και ήσυχον, ενώ εσφύριζαν τα σκάγια εις τα καλάμια και έπιπταν οι τουφεκισμοί.

Και εν πρώτοις ότι ουδέν εζημιώθησαν οι θεοί διότι οι άνθρωποι ήλθον εις την ζωήν θα προσπαθήσω ν' αποδείξω• έπειτα δε ότι είνε και συμφέρον και καλλίτερον δι' αυτούς λίαν παρά εάν έμενεν η γη έρημος και χωρίς ανθρώπους.

Πού θα έμενεν η πτωχή νέα, και τις ήθελε την προστατεύει; Ο Πλήθων δεν ετόλμα να επιθυμήση όπως μείνη η Αϊμά πλησίον του. Άλλως δεν ήτο βέβαιον ότι έμελλε να κατοικήση ησύχως εις το άντρον του ο φιλόσοφος επί πολύν χρόνον εισέτι. Ο σκοπός του ήτο ν' αναχωρήση. Ίσως εμελέτα να μεταβή εις την βασιλεύουσαν πόλιν.

Προ πολλού, απήντησεν ο Αρίγνωτος, έμενεν ακατοίκητο το σπήτι εκείνο ένεκα φαντασμάτων εάν δε κανείς κατοικούσε έφευγεν αμέσως διότι τον κατεδίωκε και τον ετρόμαζε ένα φοβερόν και ταραχοποιόν φάντασμα. Το σπήτι αφέθη να γείνη ερείπιον και η στέγη του είχεν αρχίσει να πέφτη και κανείς δεν ετόλμα να εισέλθη.

Και λοιπόν εξηκολούθησεν ο Σωκράτης, αν ήτο υποχρεωτικόν και το άζεστον να είναι άφθαρτον, οπόταν ήθελε πλησιάσει κανείς ζεστόν επάνω εις χιόνι, το χιόνι δεν θα εγλύτωνε και θα έμενεν απείρακτον και άλυωτον; Διότι βεβαίως δεν θα εφθείρετο, ούτε πάλιν υποφέρον το ζεστόν θα εδέχετο την ζέστην. Αληθινά λέγεις, είπεν ο Κέβης.