United States or Jersey ? Vote for the TOP Country of the Week !


Από πολλού χρόνου δεν έχομεν ιδεί αλλήλους, είπεν ο Γεώργιος Γεμιστός. — Τω όντι, είπεν ο Σχολάριος. Δεν ήλθες εις την βασιλεύουσαν Πόλιν. — Εγώ; Τι να πράξω εκεί; Είμαι ερημίτης, είπε ο Πλήθων. — Όλοι ερημίται είμεθα, είπεν ο Σχολάριος. — Εγώ δεν αναμιγνύομαι πλέον εις τα κοινά. — Καλώς πράττεις. — Ασχολούμαι εις μελέτην και συγγραφήν μόνον, είπεν ο Πλήθων.

Μάλιστα με εβεβαίωσαν διά τα πετράδιά μου ότι παρόμοια δεν ευρίσκοντο εις καμμίαν βασιλεύουσαν πόλιν, εις όσας αυτοί εστάθησαν· αλλ' ούτε είδον ποτέ τόσα μεγάλα, λαμπρά και ωραία εις όσους χρόνους μετεχειρίζοντο αυτήν την τέχνην, επειδή και τα μεγαλύτερά μου διαμάντια ήσαν ωσάν αυγά στρουθοκαμήλου, άλλα ωσάν αυγά χήνας, και τα επίλοιπα ωσάν αυγά όρνιθος και περιστεριών· τα όσα έλαβον οι κυνηγοί εκείνοι ήσαν ωσάν αυγά χήνας εις το μέγεθος και ακτινοβολούσαν.

Τούτος ο βασιλεύς είνε δικαιότατος, ομοίως και ο λαός της βασιλείας του φυλάττει με τόσην ακρίβειαν την δικαιοσύνην και τους νόμους απαρασάλευτα, ώστε ούτε εις την βασιλεύουσαν πόλιν, ούτε εις τας άλλας πολιτείας, δεν είνε ούτε κριτήρια ούτε κριτής· επειδή και είνε ανωφελή τα κριτήρια εκεί που όλοι κοινώς φυλάττουν τους νόμους της δικαιοσύνης απαρασάλευτα.

Και αφού άφησε την κυβέρνησιν της βασιλείας του εις τα χέρια του βεζύρη του, εκαβαλλίκευσεν ένα του καλόν άλογον, και εμίσευσε μόνος του αγνώριστος διά νυκτός, χωρίς να πάρη τινά μαζί του. Περιπατώντας λοιπόν αρκετές ημέρες, έφθασεν εις τα σύνορα του βασιλείου της Θέμπας, και πριν να φθαση εις την βασιλεύουσαν, ηθέλησε να αναπαυθή υποκάτω εις ένα δένδρον πολλά φουντωτόν.

Και μετ' ολίγας ημέρας, όταν έφθασαν πλησίον εις την βασιλεύουσαν της Ινδίας, εβγήκεν ο βασιλεύς Αϊδήν ο αδελφός του εις προϋπάντησιν με όλους τους άρχοντας της Συγκλήτου, και δείχνοντας του μεγάλας δεξιώσεις και περιποιήσεις, του διώρισεν ένα παλάτι αντίκρυ από το ιδικόν του, οπού ανάμεσα εις τα δύο παλάτια ήτον ένα ωραιότατον περιβόλι εις περιδιάβασιν της βασιλίσσης της Ινδίας· και βλέποντας ο Αϊδήν τον αδελφόν του πολύ λυπημένον, και μη ηξεύροντας την αιτίαν της λύπης, εστοχάζετο λυπείται ευρισκόμενος μακράν από την βασίλισσαν την γυναίκα του, και διά τούτο μετά δύο ημέρας διώρισε να υπάγουν εις το κυνήγι, δύο ημερών δρόμον έξω από την βασιλεύουσαν.

Και αναχωρούντες οι δύο βασιλείς συντροφιασμένοι με πολυάνθρωπον και μεγαλοπρεπή ακολουθίαν, και περνώντες ευτυχισμένην όλην την μακράν οδοιπορίαν, επλησίασαν τέλος πάντων εις την βασιλεύουσαν πόλιν και μαθαίνοντάς το οι μεγιστάνες και άρχοντες του παλατίου εβγήκαν εις προϋπάντησιν του βασιλέως των, και ο λαός του τον υπεδέχθη με χαράν μεγάλην και με αλαλαγμούς.

Οίμαι δε λήρους και ανοίας ανθρώπων τα τοιαύτα είναι, τα τε άλλα εική ειρήσθαι, και την βασιλεύουσαν πόλιν ει πέπτωκεν, ουχί μοίρα και αίση τινί θεία πεπτωκέναι, αλλά δι' ολιγωρίαν και ραστώνην την συμφοράν ταύτην επελθείν...» Λυπούμεθα ότι ο χρόνος επείγει και δεν δυνάμεθα να παραθέσωμεν πλείονα τεμάχια του πολυτίμου τούτου δοκιμίου, όπερ ηδύνατο πολλά να διδάξη τους ημετέρους αναγνώστας.

Και ούτω σχετισθείς με τον αφελή κυρ-Μιχάλην εμύησεν αυτόν εις την ωραίαν παράδοσιν, όστις έγεινεν ένας εκ των στενωτέρων φίλων του, πεισθείς ότι αφεύκτως εις την επαλήθευσιν των χρησμών θα μετώκει εις την Βασιλεύουσαν. Και εφαντάζετο πολύ ταχείαν την επαλήθευσιν.

Οι γουν φίλοι και ομόφρονές του, έστωντας να μισεύση ο Γεμιστός από την βασιλεύουσαν, διέδωκαν ότι η παιδίσκη εκείνη ήτο εξ ιχώρος ήγουν θεογέννητος — ω της κακοδόξου πλάνης και αθεΐας! — γεννημένη από τον θεόν τον Απόλλωνα και από θνητήν γυναίκα.

Ο άρπαγος αυτός, ευθύς που εκηρύχθη διά βασιλεύς, ηθέλησε να με πιάση και να με θανατώση, διά να μην έχη πλέον φόβον από το μέρος μου. Μα ο βεζύρης μου με την φρονιμάδα του ηύρε τον τρόπον διά να με βγάλη από τον θυμόν του τυράννου· όθεν με επήρε μίαν νύκτα και εφύγαμεν, και από κρυφές στράτες εφθάσαμεν εις την Θέμπα. Επήγαμεν, λοιπόν, και εκατοικήσαμεν εις την βασιλεύουσαν.