United States or Mexico ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έπειτα αναμίξ ήσαν οι Ορεσίβιοι του Λιβάνου και οι γέροντες στρατιώται του Αντίπα, δώδεκα Θράκες, είς Γαλάτης, δύο Γερμανοί κυνηγοί των δορκάδων, οι ποιμένες της Ιουδαίας, ο Άρχων της Παλμύρας και οι ναύται της Εζιονγαβέρ. Καθείς είχεν έμπροσθέν του ανά έν πλακούντιον από ζύμην μαλακήν, διά να σπογγίζη τα δάκτυλά του.

Θεαίτητος. Κατά ποίον τρόπον; Ξένος. Και οι δύο μου φαίνονται ως ένα είδος κυνηγοί. Θεαίτητος. Τι κυνήγιον κάμνει αυτός ο άλλος; Διότι τον ένα από τους δύο τον είπαμεν. Ξένος. Καθώς ενθυμείσαι, ολόκληρον την ζωοθηρικήν την διαιρέσαμεν εις δύο, το μεν ένα κολυμβητικόν, το δε άλλο πεζοθηρικόν. Θεαίτητος. Μάλιστα. Ξένος. Και από τα κολυμβητικά εξετάσαμεν το έν μέρος των ενύδρων.

Με ωραία τάξι έρχονται οι σιτιστές και οι πεταλωτές, οι μάγειροι κι' οι οινοχόοι, έρχονται οι γραφιάδες, έρχονται οι οδηγοί των σκυλλιών κρατώντας λαγωνικά κι' άλλα σκυλλιά, έπειτα οι γερακοτρόφοι κρατώντας τα πουλιά στο αριστερό χέρι, έπειτα οι κυνηγοί, έπειτα οι ιππότες και οι βαρώνοι.

Ο Χουσδάν σηκώνει το κεφάλι προς τον κύριό του, παραξενεύεται και μην τολμώντας πεια να γαυγίση, αφήνει ταχνάρια. Ο Τριστάνος τον βάζει μέσα στα πόδια του, έπειτα χτυπά την μπότα του με την καρυδένια μπαγκέτα, καθώς συνηθίζουν να κάνουν οι κυνηγοί για να ερεθίσουν τα σκυλιά. Μ' αυτό το σύνθημα, ο Χουσδάν θέλει πάλι να γαυγίση, κι' ο Τριστάνος τον χτυπά.

Επομένως υπολείπεται μόνον ως καλλίτερον από όλα το κυνήγιον των τετραπόδων, με ίππους και με σκύλλους και με τα ιδικά των σώματα, τα οποία όλα τα νικούν με το τρέξιμον και με κτυπήματα και με βολάς και με τα χέρια των οι κυνηγοί, όσοι φροντίζουν διά την θείαν ανδρείαν. Λοιπόν δι' όλα αυτά έπαινος και κατάκρισις είναι ο λεπτολογημένος λόγος μας, νόμος δε είναι ο εξής.

Ο Γκορνεβάλης έρχεται αθόρυβα, με το κεφάλι του σκοτωμένου στο χέρι. Όταν οι κυνηγοί ηύραν κάτω από το δέντρο το ακέφαλο σώμα, αλληστρατισμένοι, σα να τους κυνηγούσε κι' όλα ο Τριστάνος, τούδωσαν στα τέσσερα, καταπράσινοι από το φόβο. Από τότε, κανείς πεια δεν ήρθε να κυνηγήση στο δάσος.

Εις εκείνο το αναμεταξύ έφθασαν οι αετοί εις τον λάκκον, και καθένας έλαβεν ένα κομμάτι κρέας από όσα ήσαν εκεί και ένας από τους μεγαλυτέρους με εσήκωσε μαζί με το κομμάτι το κρέας και με έφερεν εις την φωλεάν του. Οι κυνηγοί εκείνοι έδραμον και με τας φωνάς των εφόβισαν τους αετούς, και έφυγαν.

Δεν πρόφθασε »'Στή Ράχωβα να φθάση, » Βροχή τον πνίγει φλογερή, » Φωνάζουν σα δαιμόνοι » Οι Τούρκοι. Πέφτουνετη γη. » Σκούζει αυτός, θυμόνει!..· » Τα μετερίζια αστράφτουνε, » Βαρειά βογγούν τα δάση» . « Ήσαν αμέτρητοι αυτοί. » Έπεφταν 'σάν κοράκοι, » Όταν ψωφίμι νοιώσουνε. » Και πέφτουνε κοπάδι » Αλλ' οι παρέκει κυνηγοί » Τους στρώνουντο λειβάδι· » Έτσι κ' οι Τούρκοι.

Αλλ' οι κυνηγοί εκείνοι ηθέλησαν να ακούσουν εκ δευτέρου την ιστορίαν μου, και τους την εδιηγήθην καταλεπτώς· Τότε όλοι ομοφώνως μου είπον ότι ποτέ τους δεν είχον ακούσει τέτοια παράδοξα συμβεβηκότα και κινδύνους, θαυμάζοντες διά την υπομονήν και την ανδρείαν μου.

Ο Ρούντυ εκάθησεν εκεί συγκαθισμένος τόσον ήσυχα 'σάν να ήτο ένα κομμάτι του βράχου, επί του οποίου εκάθητο, εκράτει το όπλον με σηκωμένον τον λύκον έτοιμον να πυροβολήση εμπρός του· το βλέμμα του το είχεν προσηλωμένον επάνω εις το ανώτατον μέρος της ρωγμής, όπου ήτο κρυμμένη η φωλεά του αετού κάτω από τον βράχον που εξείχε κρεμασμένος. Οι τρεις κυνηγοί έπρεπε να περιμένουν πολλήν ώραν.