United States or Hong Kong ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Γκεσούλης, αφού έσωσε την περιουσία των ορφανών, μην αφίνοντας τον φονιά να πάρη τη σακκούλα του σκοτωμένου, κι' αφού παράδωκε και τον φονιά, κι' έκαμε τέλεια το χρέος του, ψόφησε απάνω σε σαράντα μέρες! Είπαν ότι ψόφησε από τη λύπη του! Χαροπάλευε η δόλια η μάννα, η πρωτονοικοκυρά του σπιτιού. Είταν τρία νυχτόημερα του θανατά.

Κόσμος πολύς, όξω και μέσα και κλάμματα και άγρια ξεφωνητά γυναικών πότε πότε, έκαναν πιο φριχτή την απαίσια εικόνα. Περισσότερο απ' όλες εφώναζε κ' εθρηνούσε η αδερφή του σκοτωμένου για το κίνημα το ανόσιο, για το άδικο που της έκαμε.

— Ο Μουντίρης φοβερίζει, μα είντα θα κάμη; Το Μανώλη δε θα τόνε πιάσουν εύκολα οι Αρναούτες του κι' εκατό μαζή να τόνε κυνηγήσουνε. Εγώ θα του πέψω το τουφέκι και θα του παραγγείλω φωτιά στη φωτιά. Καλλιά 'ν' η μάννα του φονιά παρά του σκοτωμένου. — Κιαμέ να δης το Πηγιό το κακορίζικο χαραίς, απού' καμε! είπεν η Σαϊτονικολίνα μετά βραχείαν σιωπήν. Είχα καιρόν να τήνε δω να γελάση.

Ο Κακαμπός πούχε δη πολλά τέτια, δεν τάχασε καθόλου. Πήρε το ράσο του Ιησουίτη, μα όπως του τόβγαζε, άρχισε να κλαίη. Αλλοίμονο! ό,τι φορούσε ο βαρώνος, το φόρεσε του Αγαθούλη, τούδοσε τον τετράγωνο σκούφο του σκοτωμένου και τον ανέβασε στο άλογο. Όλ' αυτά γίνανε σ' ένα λεφτό.

Την άλλη χώρα σκάλισε με πύργους στεριωμένη, 509 και μέσα ο κόσμος έτρεχε μελίσσι στην πλατέα, 497 τι είχε στηθεί καβγάς και διο φιλονεικούσαν άντρες για σκοτωμένου πληρωμή. Ορκίζουνταν ο ένας πως κάθε πλέρωσε λεφτό και τα ποσά ξηγούσε, 500 όχεσκε ο άλλος έλεγε, πως τίποτα δεν πήρε· τέλος κι' οι διο 'παν, μάλιστα ας κρίνει ο κατεχάρης.

Ο Γκορνεβάλης έρχεται αθόρυβα, με το κεφάλι του σκοτωμένου στο χέρι. Όταν οι κυνηγοί ηύραν κάτω από το δέντρο το ακέφαλο σώμα, αλληστρατισμένοι, σα να τους κυνηγούσε κι' όλα ο Τριστάνος, τούδωσαν στα τέσσερα, καταπράσινοι από το φόβο. Από τότε, κανείς πεια δεν ήρθε να κυνηγήση στο δάσος.

Τότε όξω πήδηξε ο Νιδιός και παραιτάει τ' αμάξι, 20 μήδ' ήβρε θάρρος να σταθεί και το κορμί να σώσει του σκοτωμένου του αδερφού. Τι θάτρωγε κι' αφτόνε το μάβρο φίδι, μοναχά ο Ήφαιστος τον σώζει, και τον γλυτώνειαπλώνοντας σκοτάδι ολόγυρά τουμήπως κι' ο γέρος με χωρίς παρηγοριά του μείνει. 24

Τότε διέκρινα μετά φρίκης, ότι αι χείρες του ήσαν καθημαγμέναι και κηλιδωμένον το ένδυμά του. Κρύος ιδρώς με περιέλουσεν! — Ω! Κιαμήλ έχυσες αίμα! — Όχι! είναι μόνον το αίμα του βρυκόλακα, του σκοτωμένου. — Και τίνος σκοτωμένου ήτον ο βρυκόλακας; ηρώτησα εγώ τρέμων καθ' όλα μου τα μέλη. — Αυτού που σκότωσε τον αδελφοποιτόν μου, απεκρίθη εκείνος.

Όλα δείχνουν μιαν μαγευτικήν εικόνα χαράς και ευθυμίας ζωοπάροχης και μόνο σ' ένα φτωχικό χαμόσπιτο βασιλεύειτι φοβερή αντίθεσητης συμφοράς το σκοτάδι.. . Τα μυαλά του σκοτωμένου, σκορπισμένα εις το κεφαλάρι της πόρτας, εκηλίδωναν απαίσια όλο εκείνο το μέρος του τοίχου. Ο ναύτης, ξαπλωμένος και με ανοιχτό το κρανίο, έπιανε το μισό δωμάτιο με το μεγάλο του ανάστημα.