United States or Bulgaria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Με ρώτησε, τι θέλω. — Τι να θέλω; υγεία και δουλειά, αφέντη. — Δουλειά; λέει· εγώ να σου δώσω χρήματα να κάμης δουλειά, ό,τι δουλειά θέλεις. Και σηκόνεται, μωρέ μάτια μου, βάζει ένα κλειδί σε μια ορθή κασσέλα . . . Κρακ! εγώ τρόμαξα, να σου πω! — Ανοίγει ένα πορτέλλο, χονδρό 'σάν κ' εκείνο που έχουν η μπουκαπόρταιςτα βασιλικά καράβια, και βγάζει αυτή τη σακκούλα.

Δεν είνε όμως ένας, αλλά τριακόσιοι σχεδόν έκαμαν εταιρικώς την αγοράν. ΖΕΥΣ. Ας τον πάρουν και ας έλθη άλλος. ΕΡΜ. Θέλεις να φέρωμεν αυτόν τον ακάθαρτον τον καταγόμενον από τον Πόντον; ΖΕΥΣ. Μάλιστα. ΕΡΜ. Συ με την σακκούλα, που έχεις γυμνούς τους ώμους, έλα και φέρε ένα γύρο διά να σε ιδούν όλοι. Πωλείται βίος ανδροπρεπής, βίος άριστος και θαρραλέος, βίος ελεύθερος. Ποιος θέλει να τον αγοράση;

Η κυρία Μιχάκη μ' απάντησε προχθές κ' έκαμε πως δεν μ' εγνώρισε. Παλαιαί συμμαθήτριαι γειτόνισσαις τόσα χρόνια, τώρα που πανδρεύθηκε δεν ειξεύρω τι της εφάνη! Επειδή τάχα επήρε ένα λοχαγό και πηγαίνει εις το παλάτι, ψήλωσ' η μύτη της. — Άφησ' την να ψηλώση. Η σακκούλα της να ιδούμε τι έχει. — Μα έλα δα! — Και πού την απάντησες την Κυρίαν Μιχάκη; — Εις της Λιζιέ.

ΧΑΡ. Δείξε μου τι έχεις στην σακκούλα. ΜΕΝ. Λούπινα, αν θέλης, και το δείπνον της Εκάτης. ΧΑΡ. Από πού μας τον εκουβάλησες αυτόν τον σκύλον, Ερμή; Και δεν δύνασαι να φαντασθής τι έλεγε εις το ταξείδι• εκορόιδευεν όλους τους επιβάτας και ενώ όλοι έκλαιαν αυτός ετραγουδούσε. ΕΡΜ. Δεν γνωρίζεις, Χάρων, τι είδους άνθρωπον είχες εις το πλοίον σου; Είνε εντελώς ελεύθερος και αδιαφορεί δι' όλα.

Από την δωδεκάδα μόνον ο μπάρμπα Χρήστος με το ψηλό φέσι, το όρθιον, έψαχνε τόση ώρα να εύρη την σακκούλα του μέσατον κόρφο του, κι' εγώ για να μη περιμένω τον άφησα. Ο καϊριστής πάλιν εκείνος μου πήρε ένα σφάντσικο, αντί να μου ρίξη. Γιατί αυτός δύο φοραίς τον χρόνον έμβαινετην εκκλησίαν, και δεν εγνώριζε τι κάμνουν και πώς φέρονται οι χριστιανοί.

Να σταθής εις την αποβάθραν, να τους εξετάζης ένα ένα και να τους παραλαμβάνης αφού τους αναγκάζεις να εισέρχωνται γυμνοί. ΕΡΜ. Καλά λέγεις και αυτό θα πράξω. —Συ ο πρώτος ποίος είσαι; ΜΕΝ. Είμαι ο Μένιππος εγώ. Ιδού η σακκούλα μου, ω Ερμή, και η βακτηρία ερρίφθησαν εις την λίμνην• την κάπα μου ούτε καν την έφερα και έκαμα καλά.

ΑΙΑΚ. Θέλεις να σου δείξω και τους σοφούς; ΜΕΝ. Βέβαια. ΑΙΑΚ. Αυτός εδώ ο πρώτος είνε ο Πυθαγόρας. ΜΕΝ. Χαίρε, Εύφορβε ή Απόλλων ή όπως άλλως θέλεις. ΠΥΘ. Χαίρε και συ, ω Μένιππε. ΜΕΝ. Δεν είνε πλέον χρυσούς ο μηρός σου; ΠΥΘ. Όχι• αλλά φέρε να 'δούμε αν έχης τίποτε φαγώσιμον στη σακκούλα. ΜΕΝ. Έχω κουκιά, φίλε μου• αλλά συ δεν τα τρώγεις τα κουκιά. ΠΥΘ. Δος μου και μη σε μέλει.

Δύο ημέρες υστερότερον μου έδωσεν αυτή άλλη μία σακκούλα φλωριά, και μου είπε. Ξαναγύρισε εις τον Ναμαράν, και έπαρε άλλα τρία κομμάτια μεταξωτά, και δος του πάλιν όσα σου ζητήση. Εξαναπήγα το δεύτερον εις τον αυτόν Ναμαράν, ο οποίος με εδέχθη με πολλήν ευγένειαν, και αγροικώντας το ζήτημά μου, έφερε διάφορα κομμάτια μεταξωτά χρυσά πολλά ωραία.

Ύστερα από το φαγητό ο Γιάννης έδωκε στη μάννα του μια σακκούλα γεμάτη φλιοριά, να τάχη δικά της, και να δίνη για την ψυχή της, και της διηγήθηκε την ιστορία της ξενιτειάς του: — Φεύγοντας, μαννούλα μ', απέδω, πήγα στο Βουκουρέστι. Την ίδια μέρα μπήκα σ' έναν αφεντικό, κι' ύστερα από μια βδομάδα ξεκινήσαμε μαζύ για τη Μολδαβιά, όπου είχε το σπίτι του και τα χτήματά του.

Εκείνος που είχε χάσει την σακκούλα γύρευε ακέριο το χρηματικό ποσό, που είχε μέσα, κι' εκείνος που την είχε βρη δεν τώδινε, λέγοντας, ότι είχε δικαίωμα να βαστάξη τα μισά για βρετικά, κι' από λόγο σε λόγο πιάστηκαν, κι' άρχισαν να χτυπιούνται στα γερά, φωνάζοντας: «βιο μου», ο ένας και «δίκιο μουμου ο άλλος.