United States or Saint Martin ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ύστερα από το φαγητό ο Γιάννης έδωκε στη μάννα του μια σακκούλα γεμάτη φλιοριά, να τάχη δικά της, και να δίνη για την ψυχή της, και της διηγήθηκε την ιστορία της ξενιτειάς του: — Φεύγοντας, μαννούλα μ', απέδω, πήγα στο Βουκουρέστι. Την ίδια μέρα μπήκα σ' έναν αφεντικό, κι' ύστερα από μια βδομάδα ξεκινήσαμε μαζύ για τη Μολδαβιά, όπου είχε το σπίτι του και τα χτήματά του.

Ν' αποκλείση πάσα θύρα. Στην κορφή οχ τον καθρέφτη Απηδόντας αναβαίνει· Της κοιλιάς καβάλλα πέφτει Και του λόγου του συσταίνει· Δυο απέδω, δυο απέκει Τα ποδάρια του κρατάει· Μουλυχτά παραφυλάει· Βέβιος τότε να τον πιάκη, Σιγανά, αλαφρά αρχινάει, Στο γιαλί να ιδή, να φτάκη. Το κεφάλι να κρεμάη.

Όταν τελείωσε την ιστορία του ο Κώστας, όλοι γύρω του είχαν τα μάτια γεμάτα δάκρυα. Ο προύχοντας, θέλοντας να διώξη τη Λύπη, που άνοιξε τα φτερά της ψηλά στο πανηγύρι της Χαράς, τη λύπη, που προξένησε η ιστορία του Κώστα, είπε στην Κώσταινα: — Κώσταινα! εγώ σου είπα πρώτος «τα σχαρήκιαάμα μπήκα στην αυλή σου. Δος μου, λοιπόν τα σχαρήκια μου τώρα! Δεν το κουνάω απέδω χωρίς σχαρήκια!...

«Κάτουτα Σάλονα, ξεψυχισμένος Ο εχθρός εφώλιασε μακρά απεδώ Ξύπνα, Λαμπέτη μου, κι' αποσταμένος Θέλωτο μνήμα μου να πάω κ' εγώ.» »Βλέπεις μυρίστηκαν το σκοτωμό μου Όρνεια ανυπόμονα, μαύρα πουλιά, Πριν με ξεσκίσουνετο σάβανό μου Παιδί μου, κρύψε μετη γη βαθειά