Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 28 Μαΐου 2025
Πριν να φτάση ο προύχοντας με τον ξένο στο σπίτι του, πέρασαν μπροστά από το σπίτι της νυφοκόρης της Κώσταινας. Αυτή, εκείνη τη στιγμή, στέκονταν στην πορειά της, κι' επειδή αιστάνονταν λιθοπάτημα, κάθε φορά που έβλεπε άνθρωπο με φορέματα ξενιτεμένα, είπε στον προύχοντα ντροπαλά-ντροπαλά, πριν εκείνος της δώση την «καλημέρα».
Ο προύχοντας πήρε αυτά τα δυο σημάδια, δηλαδή το χλιμήτρημα του μουλαριού και τα πηδήματα του σκυλλιού για καλόν οιώνα, και φώναξε δυνατά: — Τα σχαρήκια, Κώσταινα...
Δεν είχαν ξεπεράσει ακόμα τη μέση της αυλής ο προύχοντας με τον ξένον, όταν το μουλάρι του ξένου χλιμήτρησε, και το σκυλλί της Κώσταινας πετάχτηκε από το κουμάσι του και χωρίς ν' αληχτήση περικύκλωσε τον ξένο και ρίχνονταν γύρα του περίχαρο.
Όταν τελείωσε την ιστορία του ο Κώστας, όλοι γύρω του είχαν τα μάτια γεμάτα δάκρυα. Ο προύχοντας, θέλοντας να διώξη τη Λύπη, που άνοιξε τα φτερά της ψηλά στο πανηγύρι της Χαράς, τη λύπη, που προξένησε η ιστορία του Κώστα, είπε στην Κώσταινα: — Κώσταινα! εγώ σου είπα πρώτος «τα σχαρήκια!» άμα μπήκα στην αυλή σου. Δος μου, λοιπόν τα σχαρήκια μου τώρα! Δεν το κουνάω απέδω χωρίς σχαρήκια!...
Εννοήσας τότε ότι διά των όπλων αδύνατον ήτο να τύχη του ποθουμένου, έπεισε τους αρματωλούς και τους προύχοντας ίνα πορευθώσι προς τον δυστροπούντα και υποδείξωσιν αυτώ τας θλιβεράς συνεπείας ας ήθελε προκαλέσει κατά του τόπου η παράλογος απείθεια και πεισμονή του. — Ο Διάκος υπεσχέθη μεταμέλειαν και έταξεν ημέραν καθ' ην ήθελε παρουσιασθή προς τον Βοεβόδαν. — Πλήρης χαράς έμαθεν ο Φερχάτης την απόφασιν του Διάκου και έσπευσεν επομένως να τοποθετήση καταλλήλως εκατόν εκ των δορυφόρων του, ίνα προσερχόμενον τον φονεύσωσιν.
Και με την πρόφασιν της γενεθλίου εορτής του είχε προσκαλέσει την ιδίαν εκείνην ημέραν εις μέγα δείπνον τον αρχηγόν των στρατευμάτων, τους τελώνας των κτημάτων του, και τους προύχοντας της Γαλλιλαίας. Με βλέμμα εταστικόν ο Τετράρχης ηρεύνησεν όλους τους δρόμους. Όλοι ήσαν έρημοι. Οι αετοί επέτων υπεράνω της κεφαλής του, οι στρατιώται εκοιμώντο υπό τους τοίχους των προμαχώνων.
Άμα είδε αυτό η Κώσταινα, με γληγοράδα ζαρκαδιού μπήκε μέσα στο σπίτι της, για να στρώση κατά γης την καλή της την πρόκοβα και να ρίξη το πλουμισμένο προσκέφαλο. Ο προύχοντας κοντοστάθηκε λίγο στην αυλή, και θεώρησε ανάγκη να δικαιολογήση την επίσκεψη αυτή: — Ας σταθούμε, του είπε, μια στιγμή σ' αυτή τη φτωχή.
— Κοπιάστε, αφέντη, από το σπίτι μ' πρώτα, έτσι να ζήσης, να σας κεράσω ορθούς ένα ρακί, για να μου ευκηθήτε το να «&καλοδεχτώ&». Ο προύχοντας, γέροντας σεβάσμιος και γλυκός, δε μπόρεσε να μη δεχτή το προσκάλεσμα της δυστυχισμένης εκείνης γυναίκας, που την είχε συντρέξη πολλές φορές και με την υπόληψή του και με χρήματα, κι' έστριψε να μπη στον αυλόγυρό της.
Εσχάτως δε, προ της κηρύξεως τούτου του πολέμου, οι δημοκρατικοί αυτών εξεδίωξαν τους προύχοντας, ούτοι δε απελθόντες προς τους βαρβάρους ελήστευον μετ' αυτών τους εν τη πόλει και κατά γην και κατά θάλασσαν.
Βλέποντας τούτο ο προύχοντας σκιάχτηκε και φώναξε μ' όλα τα δυνατά του: — Τρέξ' όξω, σκύλλα Κώσταινα, με τη βουτσέλλα, λιγοθύμησ' ο ξένος!... Η Κώσταινα πετάχτηκε ξυπόλυτη έξω, κρατώντας στα χέρια της τη βουτσέλλα γεμάτη νερό κι' άρχισε να την χύνη στο κεφάλι του ξένου.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν