United States or Brazil ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλ' από ημέρας εις ημέραν αι ελπίδες μας διελύοντο. Εφαίνετο προχωρούσα επί του σώματος του η ψυχρά της φθοράς χειρ. Μίαν νύκτα έμενα μόνος παρά το προσκέφαλον του ασθενούς, μόλις καταπείσας την μητέρα μου ν' αναπαυθή ολίγον εις το παρακείμενον δωμάτιον. Ο πατήρ μου ήτο εις βύθος ομοιάζον προς ύπνον. Με τας χείρας εσταυρωμένας εκαθήμην και τον έβλεπα, ο δε νους μου επλανάτο εις σκέψεις θλιβεράς.

Ο Κύριος καθηγητής πταίει, διότι μας εσύστησεν εις την φιλοξενίαν σας, χωρίς να μας είπη τίποτε. — Δεν πταίετε ούτε σείς ούτε εκείνος. Δεν επεσκέφθη προ ετών την πατρίδα και αγνοεί τα καθέκαστα της θλιβεράς μας υπάρξεως. Η οικία μου δεν είναι πλέον ανοικτή καθώς άλλοτε. Απέμαθα να δέχωμαι φίλους. Αλλά την εσπέραν ότε εκρούσατε την θύραν μου, εχάρην.

Και ο Γιάννος αναγκάσθη να κρατήση τα πλημμυρίζοντα τους οφθαλμούς του δάκρυα και τα παράπονα τα καταθλίβοντα δυνατά την ψυχήν του. Εγνώριζεν ότι ο αγών τον οποίον είχεν αναλάβει ήτο άνισος και ότι έπρεπε τα πάντα να μετέλθη εάν ήθελε να εξέλθη νικητής. Αλλ' όμως όσον και αν προσεπάθει δεν ηδύνατο ν' αποδιώξη της κεφαλής του τας θλιβεράς σκέψεις.

Θέλω να την αφήσω όλως διόλου. Σου είμαι διττώς ευγνώμων πρώτον διότι δεν εδέχθης την Ευνίκην και δεύτερον διότι με απήλλαξες της Χρυσοθέμιδος. Άκουσέ με καλά, βλέπεις ενώπιον σου ένα άνθρωπον, όστις ηγείρετο λίαν πρωί, ελούετο, είχε την Χρυσόθεμιν, έγραφε σατύρας, αλλ' όμως υπέφερεν από αυτήν, όπως ο Καίσαρ, και πολλάκις δεν ήξευρε πώς να αποδιώξη τας θλιβεράς ιδέας του.

Εις το κέντρον της αυλής οι υπηρέται των Αρχιερέων εθερμαίνοντο πλησίον της ανθρακιάς. Κατά τας δύο ταύτας θλιβεράς ώρας της αρξαμένης τραγωδίας Του, καθώς ίστατο εις τας αιθούσας του Άννα και του Καϊάφα, άλλη ηθική τραγωδία, την οποίαν είχε προφητεύσει ήδη, είχε διεξαχθή εν τη έξω αυλή.

Αλλ' επειδή πιθανώς απέφυγε την Ναζαρέτ, με τας βαθέως ευτυχείς και βαθέως θλιβεράς αναμνήσεις της, δυνατόν να διέβη την γέφυραν της μεσημβρινής άκρας της λίμνης, και ούτω να έφθασεν εις την πεδιάδα Εσδραελών, αφού δε διέτρεξε ταύτην, θα έφθασεν εις την σειράν των ορέων την αποτελούσαν το βορεινόν όριον της Σαμαρείας.

Πολλά διηγήθη κατά την ημέραν εκείνην ο αγαθός γέρων, και μάλιστα περί του ενδόξου παρελθόντος, της παρακμής, και της θλιβεράς πτώσεως του έθνους ημών. Η αρετή και η φιλοπατρία, μας είπεν, εδόξασαν και ανύψωσαν την αρχαίαν Ελλάδα. Η πολυτέλεια, η φιλοπρωτία, και η διαφθορά επέφεραν την παρακμήν της.

Εγνώριζε καλώς τι έπραττεν, εγνώριζεν ότι ο Τέρπνος και ο Διόδωρος είχον ρητήν διαταγήν να κλείσωσι το στόμα του Καίσαρος, μόλις ούτος εκβάλλων άμετρον φωνήν, εξέθετε τον λαιμόν του εις κίνδυνον. — Καίσαρ, εξηκολούθησε μετά της αυτής θλιβεράς αξιοπρεπείας, υπέστημεν μεγάλην απώλειαν. Ας μας μείνη τουλάχιστον ως παρηγορία ο θησαυρός ούτος της φωνής σου!

Ο Μέλτος ο Μισακός, οπού ανήλθε προ μικρού να επιθεωρήση την βράζουσαν σικελικήν όρνιθα, επανελθών, φαιδρός και χαρούμενος πάντοτε, διέκοψε τας θλιβεράς αναμνήσεις του γέρω-Μπούμπα, ειπών: — Ακόμα θέλει λίγο, βρε παιδιά, η κόττα. Όσο να γένη, να μας πη τώρα ο καπετάν-Φαφάνας τι έπαθε μια φορά, τα Χριστούγεννα, από τον Μέλτον τον Μισακόν.

Κατ' αυτόν τον τρόπον δοκιμάζομεν με τρόμον την μεγαλυτέραν «από τας θλιβεράς ηδονάς» από τας διηγήσεις του ταξιδίου του Δε λα Βερεβίνχ, ή των σεισμών της Λισσαβώνος, ή του λοιμού του Λονδίνου, ή των σφαγών του Αγίου Βαρθολομαίου, ή του θανάτου των ογδοήκοντα τριών δεσμωτών εις την μαύρην φυλακήν της Καλκούττας. Και απλώς, όταν τα φαντάζεται κανείς, δεν δοκιμάζει άλλο τι από την αγανάκτησιν.