United States or New Zealand ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο καπετάν-Φαφάνας εσκέφθη να σηκωθή αμέσως και να φύγη· αλλ' έλα πάλιν που ο αέρας της τρικυμίας καταίβαζεν από τον φεγγίτην του πρωραίου χιονοβολήματα, αλειμμένα με την ορεκτικήν οσμήν της μαγειρευομένης σικελικής όρνιθος. Έπειτα μικρός ήτανε, παιδί ήτανε, είπε καθ' εαυτόν, θέλων και μη θέλων λοιπόν ήρχισε να διηγήται: *

Ήξευρεν ο καπετάν-Φαφάνας ότι ο καπετάν-Φώκας ήτο μεγαλοπρεπής εις τα τοιαύτα, διατρέφων πλουσίως το πλήρωμά του. Τότε ο Γιάννης ο Μπύρρος ενθουσιασθείς από την απροσδόκητον εμφάνισιν του καπετάν-Φαφάνα, όστις θα του έψαλλε το «Χριστός γεννάται», ενθυμήθη ότι είχεν από την Σικελίαν μίαν βαύκαλον κονιάκ.

Ο δε ναύκληρος έτοιμος πάντοτε, πληρώσας άλλα ποτήρια κονιάκ προσέφερεν εις όλους λέγων πάλιν: — Τράβα μια, καϋμένε Φαφάνα, να πάνε τα φαρμάκια κάτω. Κατόπιν ο καπετάν-Φαφάνας εξηκολούθησεν: — Άιντε τώρα σε όλους, με παρώτρυνεν ο πατέρας μου. Μη φοβάσαι!

Κ' εψέλλισα κ' εγώ τρεμουλιαστά, με σιγανή φωνή: — Η προαίρεσις δίδου! Ο δήμαρχος αμέσως απλώσας εις τον κόλπον του και λαβών ένα τάλληρον, κολλωνάτο, το έρριψεν εις τα ανοικτόν βιβλίον μου χαιρετίσας με: — Και του χρόνου, παιδί μου! Και παπάς! Ενταύθα διεκόπη πάλιν ο καπετάν-Φαφάνας, από λυγμόν πικράς αναμνήσεως.

Και μορφάζων κωμικώς το σπανόν και ευλογιοκομμένον πρόσωπόν του προσέθηκεν: — Όχι από εμένα. Από τον Μέλτον τον Μισακόν δηλαδή. Ίνα δε προλάβη πάσαν άρνησιν ή αποφυγήν του καπετάν-Φαφάνα, προσέθηκεν. — Αν δεν θελήση να μας το 'πη ο καπετάν-Φαφάνας, θα το πη ο Μέλτος ο Μισακός.

Ο καπετάν-Φαφάνας ηξεύρων ότι ο Γιάννης ο Μπύρρος, το έχει τάξιμον ν' αγρυπνή πάντοτε την νύκτα της Παραμονής, όταν ετύχαινε εις ταξείδι, διασκεδάζων με το πλήρωμα, εσήκωσεν ενωρίς τα δίκτυά του, έλαβε την άγραν, και ρίψας πάλιν αυτά εις άλλο μέρος του λιμένος να τα σηκώση την αύριον, ανήλθεν επί του μπάρκου, να χαιρετίση τους συμπολίτας του, και να ιλαρύνη την μελαγχολίαν του με τας αφελείς των ναυτών διαλέξεις, και με κανένα Χριστουγεννιάτικον ζωμόν την αυγήν.

Τράβα μια, Φαφάνα, να πάνε τα φαρμάκια κάτω. Ο καπετάν-Φαφάνας, πιών το κονιάκ, εξηκολούθησεν: — Ήλθεν ο δήμαρχος και όλη η δωδεκάδα. Όλοι στολισμένοι με κατακαίνουργα σταυρωτά περιστήθια, με καινούργιαις γούναις όλοι, με τα φέσια των τα υψηλά, 'ς την αράδα, κατακόκκινα, σαν παπαρούναις.

Εβρόντησεν ο γέρω-ναύτης· και ήπλωσε τας βαρείας χείρας του ως δύο ξύλα. Αλλ' ο Ζούμπουρας, κοντός ως ήτο, διεξέφυγε πάλιν. Ο καπετάν-Φαφάνας, ανήρ συνομήλικος με τον Μέλτον τον Μισακόν, όταν ήτο μικρός, μαθητής του Σχολαρχείου, είχε γλυκυτάτην φωνήν, και ήτο ο καλλίτερος κανονάρχης του χωρίου, καθαρά αναγινώσκων το ψαλτήριον, μελωδικώς κανοναρχών, και μελωδικώς απαγγέλλων τον Απόστολον.

Και ίνα δε αποφεύγη τας επιπλήξεις της συζύγου του, ήτις πολύ επόθει να γείνη παπαδιά, συνήθως εταξείδευε, σπανίως καταπλέων εις το χωρίον του. Ιδίως δ' απεδήμει κατά τας ημέρας των μεγάλων εορτών, μη αντέχων να βλέπη χρυσοφορεμένους τους ιερείς του χωρίου του. Ούτω και τώρα ο καπετάν-Φαφάνας εταξείδευε, φορτώσας λεμόνια εξ Άνδρου διά Θεσσαλονίκην.

Ο Μέλτος ο Μισακός, οπού ανήλθε προ μικρού να επιθεωρήση την βράζουσαν σικελικήν όρνιθα, επανελθών, φαιδρός και χαρούμενος πάντοτε, διέκοψε τας θλιβεράς αναμνήσεις του γέρω-Μπούμπα, ειπών: — Ακόμα θέλει λίγο, βρε παιδιά, η κόττα. Όσο να γένη, να μας πη τώρα ο καπετάν-Φαφάνας τι έπαθε μια φορά, τα Χριστούγεννα, από τον Μέλτον τον Μισακόν.