United States or Tokelau ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εσυναζόντανε ο κόσμος. Όλοι στολισμένοι. Σε κομμάτι εγέμισεν η Εκκλησία. Εγέμισαν τα στασίδια, γραμμή δεξιά, γραμμή αριστερά. Ανάψανε τους πολυελαίους. Οι παπάδες ενδυθήκανε τα ολόχρυσα ιερά τους. Ολόχρυσοι από πάνω ως κάτω. Ενταύθα διεκόπη ο καπετάν Φαφάνας από ένα βαθύν στεναγμόν. Ο Γιάννης ο Μπύρρος ο ναύκληρος, εννοήσας, του έδωκεν αμέσως ποτήριον κονιάκ.

Ήξευρεν ο καπετάν-Φαφάνας ότι ο καπετάν-Φώκας ήτο μεγαλοπρεπής εις τα τοιαύτα, διατρέφων πλουσίως το πλήρωμά του. Τότε ο Γιάννης ο Μπύρρος ενθουσιασθείς από την απροσδόκητον εμφάνισιν του καπετάν-Φαφάνα, όστις θα του έψαλλε το «Χριστός γεννάται», ενθυμήθη ότι είχεν από την Σικελίαν μίαν βαύκαλον κονιάκ.

Καλή πατρίδα, παιδιά, τα Φώτα! Εκραύγασε τότε έξαλλος από τον ενθουσιασμόν του ο Γιάννης ο Μπύρρος κάμνων τον σταυρόν του, ον εμιμήθησαν και οι λοιποί· κ' εκάλεσεν όλους να παρακαθήσωσιν εις το εωθινόν των Χριστουγέννων πρόγευμα, λαβών αυτός την πρωτοκαθεδρίαν μ' έκτακτον λάμψιν χαράς εις το πολιόν του πρόσωπον, αφού προηγουμένως απέστειλε δύο μερίδας εις τους δύο αυταδέλφους ιδιοκτήτας του σκάφους.

Ο Γιάννης ο Μπύρρος, ξηρός και υψηλός, ο ναύκληρος του πλοίου, ο καλλίτερος λοστρόμος της νήσου, περιζήτητος υπό των πλοιάρχων διά την ναυτικήν του πείραν και την διοικητικήν ικανότητα, στρίβων τον λευκόν μύστακά του με την αριστεράν, ακκουμβισμένος με την δεξιάν επί της τραπέζης, ήκουεν ευλαβώς το άσμα των Χριστουγέννων, με τον νουν του εις το χωρίον του, εις τα παιδάκια του, αλλά προσέχων πάντοτε κ' επάνω, προς τον καιρόν, ως να τον παρηκολούθει παραφυλάττων την μακρυνήν βοήν του ανέμου, οπού εσύριζεν άνωθεν απειλητικός, ωτακουστών δε συνάμα και προς την πρύμνην, μη ακούση την φωνήν του πλοιάρχου· καθόλου κύων πιστός, ο παλαιός αυτός ναύκληρος, ακουσμένος όχι μόνον εις την νήσον αλλά και εις την Πόλιν ακόμη, στόλισμα των πληρωμάτων.

Ο δε Μέλτος ο Μισακός, γνωρίζων καλώς τα συστήματα του ναυκλήρου, ανελθών και σφάξας μίαν όρνιθα διά το νυκτερινόν πρόγευμα, οπού την έτρεφεν ο Γιάννης ο Μπύρρος ο ναύκληρος, μόνος του, από την Σικελίαν, διά κάθε ενδεχόμενον, κατέλιπεν εις το μαγειρείον τον καμαρώτον να επιμελήται το μαγείρευμα, κ' επανήλθε χιονισμένος, χουχουλίζων τας χείρας του και ζητών έν ποτήριον αποσταμένον, δηλαδή, γεμάτον, ως δίδουν την εσπέραν προς τους εργάτας τ' αφεντικά, όταν παύσουν από την εργασίαν.

Ο καπετάν-Φαφάνας ηξεύρων ότι ο Γιάννης ο Μπύρρος, το έχει τάξιμον ν' αγρυπνή πάντοτε την νύκτα της Παραμονής, όταν ετύχαινε εις ταξείδι, διασκεδάζων με το πλήρωμα, εσήκωσεν ενωρίς τα δίκτυά του, έλαβε την άγραν, και ρίψας πάλιν αυτά εις άλλο μέρος του λιμένος να τα σηκώση την αύριον, ανήλθεν επί του μπάρκου, να χαιρετίση τους συμπολίτας του, και να ιλαρύνη την μελαγχολίαν του με τας αφελείς των ναυτών διαλέξεις, και με κανένα Χριστουγεννιάτικον ζωμόν την αυγήν.

Μόνον ο καπετάν-Σαράντος ουδέ ζωγραφιστόν δεν ήθελε να τον βλέπη τον Μέλτον τον Μισακόν, όχι διότι τον επεριγελούσετον έμελεν αυτόν τι θα πουν οι ανόητοι, διότι τάχα ήτο οικονόμος: — αλλά διότι με τα αστεία του εξωδεύετο πολλή γαλέτα εις το πλήρωμα . . . Και αφού ετελείωσαν και τα ναξιώτικα Χριστούγεννα, διέταξεν ο Γιάννης ο Μπύρρος, ο ναύκληρος, ενθουσιασθείς, να τα είπη και Σαντορινιά.

Είχε μειλίχιον τον τρόπον ο ναύκληρος ο Γιάννης ο Μπύρρος. Διά την καλήν παρέαν εθυσίαζεν ό,τι και αν είχε φυλαγμένον.

— Ε, βρε παιδιά, τι να γένη! είπεν ο ναύκληρος ο Γιάννης ο Μπύρρος, έχων τάξιμον ν' αγρυπνή πάντοτε την νύκτα των Χριστουγέννων, όπως-όπως, οπού και αν ευρίσκετο. Συντροφιά με την θάλασσαν, βρε παιδιά, θα τα πούμε τα Χριστούγεννα. Επάνω στο κύμα· σιμάτον αφρόν.

Ο Γιάννης ο Μπύρρος, ο ναύκληρος, στρίβων τον μύστακά του τον λευκόν, έπαυσε πλέον να ωτακουστή προς την πρύμνην, και ήρχισεν ανέτως τώρα τακτικώτερον να διευθύνη την φαιδράν του πληρώματος αγρυπνίαν.