Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 19 Μαΐου 2025


Λοιπόν να φαντασθής την ρητορικήν ότι κάθηται επί υψηλού μέρους και ότι είνε ωραιοτάτη και σεμνή• και εις μεν την δεξιάν κρατεί το κέρας της Αμαλθείας υπερπλήρες από παντοίους καρπούς, εις δε τα αριστερά της να φαντασθής τον Πλούτον παριστάμενον ολόχρυσον και αξιέραστον.

Αντί ξίφους ή πιστόλας έφερε μόνον εις την δεξιάν βαρύ απελατίκι, το φοβερόν όπλον των παλαιών Απελατών και το έσφιγγεν εις την νευρώδη δεξιάν του και το κατέφερεν εδώ κ' εκεί με ταχύτητα αστραπής και αποτέλεσμα βρέμοντος κεραυνού. Έκαστον κτύπημα ήνοιγε κ' ένα τάφον. Αν ήτο εκεί ο Διγενής θα ωμολόγει ότι ευρέθη ο ίσος του.

Προς τον Ηρακλήν ομοιάζει μόνον κατά το ένδυμα και τον οπλισμόν• διότι, όπως εκείνος, φορεί την λεοντήν και εις την δεξιάν κρατεί το ρόπαλον, έχει κρεμασμένην εις τον ώμον την βελοθήκην και το τόξον παρουσιάζει τεντωμένον η αριστερά του• καθ' όλα δε ταύτα είνε Ηρακλής.

Εκράτει το δόρυ με την δεξιάν, και οι οφθαλμοί αυτής εφαίνοντο δεινοί την όψιν. Έστη εγγύς εμού κοιμωμένου. Με ήγγισε με την άκραν του δόρατός της, και με αφύπνισεν. Εθαύμασα και μετετράπην.

Όταν εζήτησε την πατρικήν ευλογίαν, ο κυρ Δημητράκης του είπεν: — Ας είνε, παιδί μου· εσύ θα με γεροκομήσης. Και όταν εφίλησε την δεξιάν της μητρός του, η Αρετή του είπε: — Τα χεράκια σου θα με θάψουνε.

Είτα ανέβλεψεν ανά τον τοίχον, κ' έδειξεν εις ύψος δύο οργυιών σχεδόν τον μικρόν φεγγίτην με την χρωματιστήν ύαλον, που έφεγγε τον ναόν από την δεξιάν πλευράν. — Να μπορούσα ν' ανεβώ 'κεί απάνω, είπεν. Έλα, βόηθα, Μαλαμμώ, να σωρέψουμε πέτρες πολλές, να της στερεώσουμε, για ν' ανεβώ ως εκεί. — Δεν φωνάζουμε μια, είπε το Μαλαμμώ, αλλά δεν υπήρξε φωνή και ακρόασις.

Ο Κοριολάνος τότε εγείρων την μητέρα του, και σφίγγων την δεξιάν της, — Ενίκησας, είπεν, ω μήτερ, νίκην ευτυχή διά την πατρίδα, αλλ' ολεθρίαν εις τον υιόν σου· αναχωρώ, επρόσθεσε, μακράν της Ρώμης, νικημένος υπό της μητρός μου. Και η πολιορκία διελύθη αμέσως.

Και εγώ δεν έχω ολιγωτέραν αντίρρησιν από εσένα επάνω εις την θρησκείαν μου, απεκρίθη η Γαντζάδα· και δεν ήθελα το δεχθή ποτέ να υπανδρευθώ με ένα Μωαμεθανόν, μακάρι να ήξευρα πως ήθελα να γίνω βασίλισσα· εστοχαζόμουν πάντα, ότι πριν στεφανωθούμεν θα σε κάμω πρώτον να αρνηθής την θρησκείαν του Προφήτου σου, και θα σε υποχρεώσω να λάβης εκείνην των Κουέμπρων, που προσκυνούν τον ήλιον και την φωτιάν, καθώς κάμω και εγώ· μα επειδή και βλέπω που διστάζεις να αρνηθής την θρησκείαν σου, και να κλίνης εις την εδικήν μου, διά να μη μου δώσης αυτήν την ευχαρίστησιν, καταφρονώντας μίαν τέτοιαν τύχην, και αρνούμενος μου την δεξιάν σου, σε κηρύττω διά τον πλέον αχάριστον άνθρωπον του κόσμου.

Αναιβοκαταίβαινε της σκάλαις, εκουβέντιαζεν, έψαλλεν, έψηνε καφφέ, εμαγείρευε· και πολλάκις και τον εθώπευε φευ! τον αγαπημένον της πατέρα, φιλούσε περιπαθώς την δεξιάν του, όστις επετιέτο αμέσως επάνω, σαν να τον ήγγιζαν αναμμένα κάρβουνα. — Δεν είναι καλό πράγμα αυτό! Τότε απεφάσισεν ο παπά-Κονόμος ναμακρύνη ολίγον από την οικίαν του οπού του επροξενούσε τόσην θλίψιν και τόσην συγκίνησιν.

Φέρουσα το καλάθιόν της υπό τον αριστερόν αγκώνα, κρατούσα το μαχαιράκι της με την χείρα την δεξιάν, έκυπτε παντού, εις όσα μέρη αυτή εγνώριζε, κ' έψαχνε να εύρη καυκαλήθρες και ζοχάρια και μυρώνια, και άνηθον διά να γεμίση το καλαθάκι της, να κάμη πήτταν, το Σάββατον του Λαζάρου, να φάγη αυτή κ' αι θυγατέρες της, αλλά να προσφέρη κ' εις της γειτόνισσες, από τας οποίας χάσιμον δεν είχεν.

Λέξη Της Ημέρας

μεταβατική

Άλλοι Ψάχνουν