United States or Mongolia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εβγήκα από το καστέλλι με γνώμην να ξαναγυρίσω ύστερον από καμμίαν ώραν· επεριπάτησα καμπόσον το νησί, και με μεγάλον μου φόβον είδα πολλά ζώα μεγάλα ωσάν τίγρεις εις σχήμα μυρμηγγίων, και εις τον παρουσιασμόν μου δεν ήθελαν να φύγουν· εσυναπάντησα ακόμη και άλλα ζώα άγρια, τα οποία εφαίνονταν πως να με εσέβονταν, με όλον που είχαν μίαν μορφήν πολλά θηριώδη, που επροξενούσε φόβον και τρόμον.

Ο βασιλεύς αυτός με εδέχθη με μεγάλην του χαράν και ευχαρίστησιν, λέγοντάς μου, ότι η μακρά και πολυχρόνιος αργοπορία μου του επροξενούσε μεγάλην αδημονίαν. Αλλ' όταν του εφανέρωσα τα παράδοξα συμβάντα που μου ηκολούθησαν και εις εκείνο το ταξείδι έμεινεν εκστατικός και επρόσταξε να γραφούν τα τόσα μου συμβεβηκότα.

Φοβερός θόρυβος, προερχόμενος εκ των πολλών προς άλληλα συγκρουομένων πλοίων, επροξενούσε τρόμον και συγχρόνως εκάλυπτε την φωνήν των κελευστών, των οποίων αι κραυγαί και αι παρακελεύσεις εδιπλασιάζοντο, είτε διά να διαταράττουν τους χειρισμούς είτε διά να παροτρύνουν τον ζήλον των ναυτών.

Η αδικία που εκάναμεν του Μπρακμάνου, με όλον που δεν ήτον εις την ακμήν, μας επροξενούσε πολλές φορές κάποιον φόβον.

Αναιβοκαταίβαινε της σκάλαις, εκουβέντιαζεν, έψαλλεν, έψηνε καφφέ, εμαγείρευε· και πολλάκις και τον εθώπευε φευ! τον αγαπημένον της πατέρα, φιλούσε περιπαθώς την δεξιάν του, όστις επετιέτο αμέσως επάνω, σαν να τον ήγγιζαν αναμμένα κάρβουνα. — Δεν είναι καλό πράγμα αυτό! Τότε απεφάσισεν ο παπά-Κονόμος ναμακρύνη ολίγον από την οικίαν του οπού του επροξενούσε τόσην θλίψιν και τόσην συγκίνησιν.

Συμπάθησόν με, απεκρίθη ο περιηγητής, με δίκαιον μεγάλον ημπορούν αυτοί να αμφιβάλλουν, και εσύ ο ίδιος γελιέσαι· οπόταν τελείως ευτυχισμένον με στοχάζεσαι, μία περίληψις που άφησα εις την διήγησίν μου, θέλει σε κάμει καλώτατα να το γνωρίσης· η Γαντζάδα αγαπά πολλά εκείνον τον νέον με τον οποίον την ηύρα υπανδρευμένην εις το γύρισμά μου, και κάνει κάθε τρόπον διά να ευρίσκεται με αυτόν· αυτό το εκατάλαβα πλέον παρά μίαν φοράν· και τούτου η γνωριμία μου επλήγωσε την καρδίαν, με το να την αγαπούσα κατά πολλά και με όλον που δεν αφήκα κάθε τρόπον, που να την αντικόψω από αυτήν την φιλίαν μου εστάθη ανωφελές ό,τι επάσχισα· και από αυτό στοχασθήτε την θλίψιν που έχω, με το να μη με αγαπά πλέον εκείνη, που μου επροξενούσε την ευτυχίαν μου.

Και αποθέτοντας τα αναγκαία, άρχισαν με μίαν ογληγορωτάτην επιτηδειότητα να το κτίσουν, που δεν απέρασαν ολίγες ώρες, και το κιόσκι ευρέθη τελειωμένον και ήτον τόσον ωραίον, που επροξενούσε μέγαν θαυμασμόν· είχεν ολόγυρά του δώδεκα στύλους από δίασπρον, που έφεγγαν ως καθρέπται, και εβλέπονταν εις κάθε του πλευρόν συντριβάνια ωραιότατα, των οποίων τα νερά έπεφταν με ορμήν εις λεκάνες από πορφυρόν μάρμαρον.

Βέβαια εγώ νομίζω, ω αγαπημένοι φίλοι, να θαυμάζετε με άκραν έκπληξιν, πώς αφού υπέμεινα τόσους κινδύνους, και υπέφερα τόσας κακοπαθείας, απεφάσισα να ταξειδεύσω πάλιν και έκτην φοράν διά να δοκιμάσω την τύχην και να συναπαντήσω άλλας νέας δυστυχίας, και εγώ μάλιστα θαυμάζω περισσότερον όταν στοχάζωμαι τόσους κινδύνους και τόσα φοβερά συμβάντα και μετά ταύτα όλα, πάλιν απόφασις ταξειδιών· βέβαια εξ ανάγκης έπρεπε να ήτο ο αστέρας, ήγουν ο πλανήτης των γενεθλίων που μου επροξενούσε τόσην επιθυμίαν ταξειδιών, τον οποίον δεν εδυνόμουν να αποφύγω· αλλ' ας είνε ό,τι και αν ήτον το ελκυστικόν αίτιον, αφού επέρασεν ένας χρόνος άρχισα να ετοιμασθώ διά νέον πάλιν ταξείδιον· παραβλέποντας τας παρακλήσεις των συγγενών και των φίλων, οι οποίοι παντοίω τρόπω αγωνίζοντο να με εμποδίσουν.