United States or Saint Barthélemy ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αποκρεμάσας είτα ο γέρων από τον λαιμόν του και το επιτραχήλιον, από βαρείαν χρυσοΰφαντον στόφαν, πεποικιλμένον όλον και πάντεχνον, διηρημένον εις δύο μακράς δι' αργυρών κωδωνίσκων συνδεδεμένας ταινίας, εφ' ων ήσαν κεντημένοι διά χρυσίου και πολυτίμων λίθων σταυροί και άγγελοι και συμπτύξας αυτό, απέθεσεν ωσαύτως μετά των άλλων επί της κεφαλής της κυπτούσης πάντοτε γραίας και εξ ευλαβείας και εκ του βάρους των αμφίων, επιλέγων την συνέχειαν του άσματος: — Τους κοσμικούς συμπάθησον, τους σε παρακαλούντας . . .

Συμπάθησόν με, απεκρίθη ο περιηγητής, με δίκαιον μεγάλον ημπορούν αυτοί να αμφιβάλλουν, και εσύ ο ίδιος γελιέσαι· οπόταν τελείως ευτυχισμένον με στοχάζεσαι, μία περίληψις που άφησα εις την διήγησίν μου, θέλει σε κάμει καλώτατα να το γνωρίσης· η Γαντζάδα αγαπά πολλά εκείνον τον νέον με τον οποίον την ηύρα υπανδρευμένην εις το γύρισμά μου, και κάνει κάθε τρόπον διά να ευρίσκεται με αυτόν· αυτό το εκατάλαβα πλέον παρά μίαν φοράν· και τούτου η γνωριμία μου επλήγωσε την καρδίαν, με το να την αγαπούσα κατά πολλά και με όλον που δεν αφήκα κάθε τρόπον, που να την αντικόψω από αυτήν την φιλίαν μου εστάθη ανωφελές ό,τι επάσχισα· και από αυτό στοχασθήτε την θλίψιν που έχω, με το να μη με αγαπά πλέον εκείνη, που μου επροξενούσε την ευτυχίαν μου.

Ω, τόσον ο Δαλήκ πλέον συγχισμένος, παρά ευχαριστημένος εις αυτές τες δεξίωσες, ήτον όλος έξω από τον εαυτόν του, στοχαζόμενος τον χωρισμόν του από την αγαπημένην του Κατηγέ. Και εις το αναμεταξύ που ούτος εθλίβονταν εις την σκληρότητα του ριζικού του, η βασίλισσα ήλθε προς αυτόν χωρίς συντροφιάν, και πλησιάζοντας είπε: Συμπάθησόν με, ω αγηπημένε μου, που σε έκαμα να με καρτερήσης καμπόσον.

Εγώ με την δύναμιν ενός δακτυλιδιού απερνούσα διά γυναίκα σου και ο άνδρας που έφυγε, και αυτός έχει ένα παρόμοιον, και με αυτό επήρε την μορφήν σου· και επειδή σου εξομολογούμαι το παν σε παρακαλώ συμπάθησόν με.

Συμπάθησόν με, κυρά μου, είπεν η Σουλταμεμέ, αν ούτε και αυτό το ιστορικόν παράδειγμα δεν σε επαρακίνησε να πιστεύσης ότι είνε έτσι, την ερχομένην ημέραν θέλω σου διηγηθή, αν είνε με το θέλημά σου, μίαν άλλην ιστορίαν, πολλά περίεργον από την οποίαν ελπίζω να καταπεισθής. Όθεν η βασιλοπούλα, διά να ευχαριστήση αυτήν και τες άλλες γυναίκες, που ευρίσκονταν μαζί της, υπεσχέθη να την ακούση.

Εις το αναμεταξύ του καιρού που ήθελα διά να μισεύσω, ιδού και έρχεται ο σκλάβος της Γαντζάδας προς εμέ, και ευθύς που με είδε μου είπε· συμπάθησόν με, αυθέντη, αν δεν ήλθα εμπροσθήτερα να σου φέρω την απόκρισιν εις τα όσα με επρόσταξες επειδή και εδικόν μου δεν είναι το φταίξιμον· η κυρά μου με είχε προστάξει διά να μην σου μιλήσω με κανένα τρόπον· αυτή με το να αγάπησε την δόξαν των ανθρώπων, και διά να λογισθή ωσάν μίαν ηρώισσα απεφάσισε διά να καή· δεν κάνει χρεία να μιλήσωμεν άλλο δι' αυτήν, επειδή και πρέπει να την αφήσωμε να χαρή την δόξαν που επεθύμησε, και ας έλθωμεν εις το αίτιον που εδώ με έφερεν· ήξευρε πως μία άλλη κυρά πολλά πλουσία και ωραία ωσάν την Γαντζάδα, που την δουλεύω, επιθυμά να σε ιδή· επειδή και της εδιηγήθηκα την ιστορίαν σου, και τα όσα επέρασες με την Γαντζάδα, και από την περιέργειάν της με έστειλε διά να σε κράξω να έλθης προς αυτήν· κάμε μου λοιπόν την χάριν και έλα μαζί μου, και δεν θέλεις μετανοήσει που με υπήκουσες.

Ω μεγαλώτατε μονάρχα και αυθέντα, του είπε, συμπάθησον ένα σου σκλάβον, αν λαμβάνη την τόλμην να σου ειπή ήξευρε πως δεν είναι πρέπον να καυχάσαι μόνος σου, μα το πρέπον είναι να αφίνης να σε επαινέσουν οι υπήκοοί σου και τούτο το πλήθος των ξένων, που καθημερινώς συντρέχουν εις την αυλήν σου να βλέπουν την δόξαν σου και την μεγαλοπρέπειάν σου· δώσε αιτίαν διά να σε επαινέσουν, και όχι μόνος σου να επαινήσαι, επειδή είναι απαίσιον πράγμα.

Ετούτα όλα, ω ωραιοτάτη Φαρουχνάζ, ακολούθησεν ο Δερβύσης, εστοχάσθηκα πλέον να μη σου τα κρύψω. Συμπάθησόν μου το στρατήγημα που επιχειρίσθηκα, διά να σου βγάλω τη ψευδή φαντασίαν και γνώμην, που είχες διά τους άνδρας, και διά να ανταμώσω την τύχην σου, με εκείνην του πλέον ωραίου Βασιλοπούλου, απ' όλα τα Βασιλόπουλα του κόσμου.