United States or Egypt ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο καπετάν-Παρμάκης έλαβε την πήραν του, υπέστρωσε τράπεζαν και εκέλευσε τον αλιέα ν' αποκρεμάση από του ιστού την μεγάλην φλάσκαν, βαρείαν, στρογγύλην ως άρτον καλοψημένον. — Μια στιγμή, καπετάν-Παρμάκη, μια στιγμή! Διέκοψεν αίφνης ο κυρ- Δημάκης.

Ταινίαι κυαναί έσφιγγον την πλουσίαν κόμην της, την τόσον βαρείαν ώστε κάποτε την υπεβάσταζε με τας χείρας της. Η σκιά του μικρού σκιαδίου της περιεπάτει υπεράνω της και την έκρυπτε κατά το ήμισυ. Ο Αντίπας παρετήρησε δυο τρεις φοράς τον λεπτοφυή τραχηλόν της, το άκρον του οφθαλμού της, την γωνίαν του μικρού στόματός της.

Η γειτόνισσα η Μηλιά εβεβαίου ότι η γραία είχε και «κομπόδεμα», αλλά πού να εμβάση μέσα καμμίαν εκ των γειτονισσών της! Ελλείψει άλλης ασθενείας ήτο ικανή ν' αποθάνη από την φιλαργυρίαν της. Δεν εβάστα η ψυχή της να δώση κάτι τι εις μίαν πτωχήν γυναίκα διά να την «κυττάξη», κ' επέβαλλε βαρείαν αγγαρείαν εις την Μόρφω, οκταετή παιδίσκην. Ενίοτε παρελήρει αληθώς. Είτα έβαλλε αγρίαν κραυγήν.

Ο Κομποδήμος ο κολλήγας του Μπάρμπα-Σταύρου, μη προφθάσας ν' απέλθη την προηγουμένην νύκτα εις την ποίμνην του ζαλισθείς από τα κεράσματα των φίλων του, — το αγαπούσε ολίγον το έρμοτην επαύριον απεκλείσθη ολότελα ένεκα της χιόνος και μόλις απήλθεν ο Μπάρμπα-Σταύρος, και ενεφανίσθη προ της Κρατήρας ο Κομποδήμος με μίαν βαρείαν κάπαν και με την κελαειδούσαν ως γκάιδαν ρίνα του.

Οι άνθρωποι ζαρωμένοι παρά την εστίαν, απελάμβανον του θάλπους εκείνου του ζωογόνου, του ανεκτιμήτου, εν αντιθέσει προς την εκτός των οικιών παγωνιάν. Είχα ήδη ετοιμάση την βαρείαν του δρόμου μηλωτήν, την λυκόγουνάν μου, την απαραίτητον ζώνην και τα μαλλωτά υποδήματα, εφόδια, άνευ των οποίων το ανά τας ρωσσικάς στέπας ταξείδιον αποβαίνει επικίνδυνον.

Εις ταύτα πρέπει με βαρείαν συνείδησιν να προσθέσω, ότι κατά το διάστημα της μακράς εγκαταλείψεως ο τάφος του φίλου μου είχεν ερημωθή τελείως. Τα ξύλινα κάγκελλα έκειντο κατά γης, αι γάστραι ήσαν ανεστραμμένοι και ουδ' ίχνος απέμενεν επιγραφής επί του μαύρου σταυρού, τον οποίον είχε μεταβάλλη εις κόκκινον η σκωρία.

Ο ένας εμιμείτο την βαρείαν γεροντικήν φωνήν του καθηγητού των λατινικών, ο άλλος τον βήχα του καθηγητού των ιερών και τρίτος τους θυμούς του μαθηματικού: — Τα μαθηματικά οξύνουν τον νουν, αλλ' όχι και τα κούτσουρα. Δεν είνε τσεκούρια.

Αίφνης η σιγή αύτη διεκόπη από βαρείαν βροντήν, ως να εξήρχετο εκ των υποχθονίων. Η Λίγεια εφρικίασεν. — Είναι λέοντες βρυχώμενοι εις τα θηριοτροφεία, είπεν ο Βινίκιος.

Κολλήσας το κηρίον του προ του εικονοστασίου προσεποιήθη ότι υπεχώρει, προσευχόμενος τάχα και βλέπων προς το μαρμάρινον δάπεδον. Και όταν η χειρ του επιτρόπου ενεφανίσθη φοβερά και αμείλικτος κατά του αναμμένου κηρίου, ο ναυτικός εγείρει την βαρείαν ράβδον του και καταφέρει δεινόν κτύπημα κατά της άρπαγος εκείνης χειρός, ώστε ο κυρ-Μανωλάκης ηναγκάσθη ν' απολογηθή.

Ο βορράς εσύριζεν. Ήκουσε συριγμόν τροχαλίας και κρότον αλύσεως. Μέγας όγκος εφαίνετο εις τον λιμένα αντικρύ του παραθύρου της. Μεγάλη βάρκα, φέρουσα φανόν, απεσπάσθη από τον μέγαν όγκον, κ' επλησίασε με βαρείαν κωπηλασίαν εις την προκυμαίαν. — Καλώς σ' ηύρα, καπιτάνισσα! έκραξε μία φωνή από την βάρκαν.