United States or Lithuania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εγώ το κατάλαβα, Κρατήρα, είπε τέλος ο Μπάρμπα-Σταύρος, οσφρανθείς και αυτός της ευωδίας του τρυφερού κρέατος. Τον κολλήγαν σας τον έπιασε λίγο. — Χριστός και Παναγία! ανεκραύγασεν η Κρατήρα ακούσασα την βαρείαν φράσιν. — Το κρασί, καλέ! διώρθωσεν αμέσως ο Μπάρμπα-Σταύρος. Στρώσε λοιπόν το τραπέζι, Κρατήρα.

Νά τα! εψιθύριζε και η Κρατήρα σωρεύουσα πολλά φλέσσουρα εις την πυράν, ξηρά προσανάμματα. — Ένα μπόι, Κρατήρα! επανέλαβεν ο μπάρμπα-Σταύρος, χαρμοσύνως θεωρών το πάλλευκον χρώμα της χιόνος. — Νά τα! Νά τα! είπε πάλιν η Κρατήρα, γυνή υψηλού αναστήματος, μελάγχρους και χαρίεσσα, με ωραίους μαύρους μεγάλους οφθαλμούς και καστανήν κόμην.

Και ανοίξας την θύραν πάραυτα είδεν υψηλόν εμπρός τοίχον εκ χιόνος, κοκκωτής αυτής, ουχί βαμβακοειδούς, ως αποκρυσταλλωθείσης εν τη στενή και ψυχρά αυλή. Κοντός ως ήτο ο Μπάρμπα-Σταύρος έκαμνε να ίδη προς τα έξω, αλλά πού να φθάση εκείνο της χιόνος το ύψος. Και ηκούετο μετά πόνου ο γρυλλισμός του χοιριδίου, το οποίον ανεστέναζε κάτω από τα ψυχρά εκείνα έγκατα της χιόνος.

Ο μπάρμπα-Σταύρος ρίψας εις τους ώμους τουαναπεταρίκιμίαν παλαιάν γούναν, και χουχουλίσας τας χείρας του, και θωπεύσας είτα προς τα κάτω ως διά κτενίου τους μύστακάς του τους στακτερούς, ένθεν και ένθεν, ήνοιξεν ανυπόμονος το παράθυρον προς την οδόν διά να ίδη. — Δεν έχ' π' θενά σήμερα! επανέλαβε. — Νά τα!

Τωόντι όταν ηκούσθη ο κρότος εκείνος ο οξύς ον ο Κομποδήμος εξέλαβεν ως τουφεκιάν ο δε Μπάρμπα-Σταύρος ως κρότον πιπτούσης χιόνος, εάν εξήρχετο κανείς θα συνήντα τους δύο γάτους, οι οποίοι αφ' εσπέρας παραφυλάσσοντες ως φρουροί ακοίμητοι προ της θύρας του δωματίου, εν ώ είχεν εναποτεθή το χοιρίδιον, ευρόντες ανοικτήν την θύραν, αφεθείσαν ούτως υπό του Κομποδήμου, εισήλθον κρυφά-κρυφά και παρέλαβον το ξεροψημένον χοιρίδιον ως δύο καλοί λωποδύται, κρατούντες αυτό εύμορφα ο μεν από τους προσθίους πόδας ο δε από τους οπισθίους, και κατήλθον από της κλαβανής εις το κατώγειον, εν ώ όπισθέν των αντήχει οξέως το καταρριφθέν ταψίον.

Κ' ενώ η Κρατήρα θλιβερώς έβλεπε την χιόνα ελθούσα εις το παράθυρον συμμαζευμένη εις την φανέλλαν της την καθαράν, ο μπάρμπα-Σταύρος προσεπάθει να ενδυθή τα τραχέα της εργασίας του ενδύματα, συνεχώς επαναλαμβάνων μετά φαιδρότητος. — Άιντε τώρατον φούρνο, Κρατήρα! — Δεν είνε τίποτα, παρετήρησεν η Κρατήρα, τώρα σε 'λίγο θα λυώση. — Ναι, καρτέρ' να λυώση! απήντησεν ο μπάρμπα-Σταύρος.

Καμμιά ζημιά θ' άχουμε πάλι, γυναίκα, είπεν ο Μπάρμπα-Σταύρος κρυφίως εις την σύζυγόν του. Και είτα στραφείς προς τον κολλήγαν ηρώτησε. — Τι έχ'ς εδώ μέσα, μωρέ κολλήγα; Καμμιά γάτα αγόρασες για το μανδρί; Δεν έλεγες, καϋμένε, να σου δώση ένα από τα παιδάκια της η Κρατήρα; Κύτταξέ τα θρεμμένα που είνε. Σαν καλογερικά!

Τις έπταιε! Διελογίζετο ο Μπάρμπα-Σταύρος, ου η όρεξις, αναμένοντος τόσας ώρας την πλουσίαν και ορεκτικήν τράπεζαν μετά τόσα παθήματα και τόσην νηστείαν, είχε καταντήσει εις οργήν και λύπην. — Ο Κομποδήμος έπταιε μόνος, ή και η ευλαβής Κρατήρα; Ή μήπως έπταιε περισσότερον όλων ο Μπάρμπα-Σταύρος, αλλ' εντρέπετο και να το σκεφθή τώρα;

Ξέρεις τι τρέχει; λέγει έτερος. Ο Μπάρμπα-Σταύρος θα είνε τώρατη φωτιά του καιτην Κρατήρα του, και εμείς ψάχνουμε του κάκου. Δεν βλέπετε; Νά, άλλο σημάδι δεν υπάρχει. Θα γύρισε πίσω. Παιδί ήτανε να χαθή; — Μα σου λέγει, έπεσε. Προσθέτει έτερος. — Ε, καλά· πού έπεσε; Αίφνης εκεί οπού εξήταζε τα πέριξ ο Κομποδήμος, κράζει: — Σωπάτε! σωπάτε!

Χριστούγεννα αύριο ξημερόνουν, μαθές. — Δεν σου τόπα; διέκοψεν ο Μπάρμπα-Σταύρος αποτεινόμενος κρυφίως προς την Κρατήραν. Καμμιά ζημιά θ' άκαμε πάλι ο Κομποδήμος.