United States or Canada ? Vote for the TOP Country of the Week !


Την κυριακήν, μίαν εβδομάδα κατόπιν, ο καπετάν-Παρμάκης, φορέσας την γούναν του με το παχύ δέρμα του λύκου το κεραμόχρουν και τραχύήτο χειμών δριμύςτα ρωσσικά υποδήματά του και τον βαρύν κούκκον εν τη κεφαλή, ωργισμένος, κατακόκκινος, αφού έπιε καμμιά δεκαριά τσίπουρα πρωί-πρωί μετά την λειτουργίαν, αναιβοκατέβαινεν εν τη μεγάλη οδώ της αγοράς, μόνος, κρατών την χονδρήν ράβδον και στρήφων τον άγριον μύστακά του, σιωπηλός, πύρινος, ως όταν διεσκέλιζεν, αμίλητος, το κατάστρωμα της ωραίας Ελένης του, κλεισμένος, από παρακαιρόν, είς τινα έρημον όρμον της Ανατολής.

Ο καπετάν-Φώκας, μέγας, υψηλός, τυλιγμένος μέσα εις την βαρείαν γούναν του, μ' ασκεπή την κεφαλήν, χιονισμένος, κατήλθε πάλιν ηρέμα εις την πρύμνην του, χωρίς ν' αρθρώση λέξιν, αμίλητος ως φάντασμα. Ο ναύκληρος είτα μετ' ολίγον επανήλθε πάλιν εις των ναυτών την αίθουσαν, κ' εξηκολούθησε την συνέχειαν των φαιδρών εκείνων αναμνήσεών του. Τότε ήρχισαν όλοι οι ναύται κατά σειράν να διηγώνται.

Εστρέφετο δε ν' απέλθη, ότε εσταμάτησεν αυτήν νεαρός ναύτης, κατερχόμενος εις την αγοράν, κατάκλειστος εις την γούναν του, τον ρωσσικόν κούκον του και τα βαρύτατα ως σιδηροπέδας υποδήματά του. — Τ' είνε θεια Σπύραινα! εχαιρέτισεν ο ναύτης. — Τι νάνε, παιδί μου! «Επόνεσαν τα μάτια μου την θάλασσα να βλέπω τους γεμιτζήδες να ρωτώ και σένα ν' απαντέχω».

Ναι μεν εκρύωναν πολύ, αλλ' ήσαν όλοι βαρέως ενδεδυμένοι. Ο παπάς εκάθησεν εις το πηδάλιον φορών την γούναν του. Η πρεσβυτέρα είχε το σάλι της το διπλό, η θειά το Μαλαμώ είχε το βαρύ γουνάκι και την κουζούκα της.

Την γούναν του την έχει ρίψει εις τους ώμους τουαναπεταρίκικαι φουμάρει μακρόν τσιμπούκιον, ου ο χρυσοποίκιλτος λουλάς επακκουμβά επί του γεισώματος της εστίας.

Σωκράτης Επειδή και οι Σκύθαι ένεκα τούτου τας οικίας δεν θεωρούσι χρήματα, διότι δεν έχουν χρείαν οικίας, ούτε Σκύθης ανήρ θα προετίμα να υπάρχη εις αυτόν ωραιοτάτη οικία μάλλον από μίαν γούναν δερματίνην• διότι η μεν γούνα δι' αυτόν είναι κάτι χρήσιμον, η δε οικία άχρηστον.

Διότι αφού έρριψεν από του παραθύρου τελευταίον βλέμμα εις τον αγαθόν κτηματίαν, όστις καλά κουκουλωμένος με την γούναν διεσκέλιζε της χιονώδους οδού τα ίχνη, ήρχισε να παρασκευάζη τα διά την ζύμην χρήσιμα εν αφθονία. Αγρίως μεγαλοπρεπές ην το θέαμα της χιονισμένης νήσου έξω.

Πάει, παπά! Είπεν ο καπετάν-Καλόγερος. Συχωρέθηκε! — Κοιμάται! λέγει ο παπά-Σεραφάκος. Αφήστε τον ήσυχον. Μ' εσκέπασε τότε με την γούναν του. Ετοποθέτησε κοντά μου την Παναγίαν μ' ένα φαναράκι και ξαναείπεν: — Αφήστε τον να κοιμηθή. Και μετά ύπνον εξάωρον, διαρκή και βαθύν, ηγέρθην ήσυχος, ελαφρός, ελεύθερος. Μεγάλη η χάρις σου, ω Πορταΐτισσα.

Ο μπάρμπα-Σταύρος ρίψας εις τους ώμους τουαναπεταρίκιμίαν παλαιάν γούναν, και χουχουλίσας τας χείρας του, και θωπεύσας είτα προς τα κάτω ως διά κτενίου τους μύστακάς του τους στακτερούς, ένθεν και ένθεν, ήνοιξεν ανυπόμονος το παράθυρον προς την οδόν διά να ίδη. — Δεν έχ' π' θενά σήμερα! επανέλαβε. — Νά τα!

Πλην αίφνης, ενώ ήθελε να εξαγάγη τον δεξιόν πόδα και προχωρήση προς τα εμπρός, το κοντάριόν του το εμπηχθέν προηγουμένως εβυθίσθη ολόκληρον μη ευρόν στερεόν έδαφος· μέγα τεμάχιον χιόνος τότε απεκόπη αστραπιαίως και ο Μπάρμπα-Σταύρος εγένετο άφαντος με τα βαρέα ναυτικά του υποδήματα, με την παλαιάν του γούναν και το μισοτριμμένον αυτού φέσιον.