United States or Pakistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Την ώρα που λέει αυτόν τον λόγον ο παππάς, την ορμηνεύει να πη μέσα της τρεις φοραίς: «Αστοχιά στο λόγο σου, παππά μ', δάκω τη γλώσσα σου». Εγέλασαν όλοι και αυτή η Σπληνογιάνναινα. Ό Λάμπρος εγερθείς μετά την παρατήρησιν ταύτην, επλησίασεν ως την θύραν, όπου εστάθη επί τινα λεπτά, ως να εσκέπτετο αν έπρεπε ν' απέλθη. Αλλ' ουχ' ήττον επανήλθε πάλιν εις την θέσιν του και εκάθησεν.

Ο Ρούντυ εκάθησεν εκεί συγκαθισμένος τόσον ήσυχα 'σάν να ήτο ένα κομμάτι του βράχου, επί του οποίου εκάθητο, εκράτει το όπλον με σηκωμένον τον λύκον έτοιμον να πυροβολήση εμπρός του· το βλέμμα του το είχεν προσηλωμένον επάνω εις το ανώτατον μέρος της ρωγμής, όπου ήτο κρυμμένη η φωλεά του αετού κάτω από τον βράχον που εξείχε κρεμασμένος. Οι τρεις κυνηγοί έπρεπε να περιμένουν πολλήν ώραν.

Η Κυρά και ο Κουλούφ εκάθησαν εις την τράπεζαν, και ο σκλάβος έστεκεν ορθός· και καθώς ο σκλάβος έδιδεν ευχαρίστησιν της Δηλαράς με τα μέτωρά του, εζήτησε θέλημα από τον αγαπημένον της, διά να τον βάλη να καθήση εις την τράπεζαν με αυτούς. Ο Κουλούφ αφού και έκαμε κάποιες εναντίωσες, τον επρόσταξεν και εκάθησεν ανάμεσόν τους, και άρχισαν διά να φαν.

Ήθελε να εξιχνιάση, να φέρη εις φως το μυστήριον οπού την επίεζε και την καθίστα την δεστυχεστέραν των γυναικών. Και τον είδε, έξω της πόλεως και εντός μικρού δάσους, να εισέλθη εις ένα οικίσκον μεμονωμένον, εκ του οποίου είδεν εξελθούσαν γραίαν γυναίκα, ήτις εκάθησεν ατάραχος επί του κατωφλίου της θύρας.

Λοιπόν, σας πειράζει τίποτε, να καθήσω εδωδά να τον περιμένω; Η Γιάνναινα έσεισε τους ώμους. — Ποια είναι η κάμαρή του, σας παρακαλώ; Η Γιάνναινα διά χειρονομίας της έδειξε την θύραν του δωματίου του οργανοπαίκτου. Η ξένη ελθούσα εκάθησεν εκεί, εις το κατώφλιον.

Αλλά μόλις ανέβη και εκάθησεν επί των νώτων του, ο Ζευς ώρμησεν εις την θάλασσαν φέρων αυτήν και ήρχισε να κολυμβά• αυτή δε καταπλαγείσα, διά μεν της αριστεράς εκρατήθη από το κέρατον διά να μη ολισθήση και πέση, διά δε της άλλης εκράτει τον πέπλον της, τον οποίον εφούσκωνεν ο άνεμος.

Ο Σαϊτονικολής όμως εφοβήθη ότι συνέβη τίποτε κακόν, ότι ζωοκλέπται ίσως επέδραμον εις την μάνδραν, και τον ηρώτησε με ανησυχίαν πως ήτονε κεκατέβηκε. — Ήρθα να σαςε 'δώ, απήντησεν απλώς ο Μανώλης. Αλλ' αφού εκάθησεν εις την σκοτεινοτέραν γωνίαν του σπιτιού, ως συνήθιζεν, είπε κάτι τι καταπληκτικόν: — Θα κάτσω κεγώ στο χωριό δυο τρεις μέρες. Όλο στα βουνά θα ζω, σαν αγρίμι;

Ο Ζευς εκάθησεν επί της πρώτης και αφαιρέσας το σκέπασμα έδωκεν ακρόασιν εις τας ευχάς των ανθρώπων. Ηύχοντο δε εξ όλων των μερών της γης και εζήτουν πολλά και διάφορα• διότι έσκυψα και εγώ και ήκουα συγχρόνως με τον Δία τας ευχάς, αι οποίαι ήσαν τοιαύται• Ω Ζευ, βοήθησε με να γείνω βασιλεύς. Ώ Ζευ κάμε να φυτρώσουν τα κρεμμύδια και τα σκόρδα μου. Ω θεοί, θέλω ν' αποθάνη ταχέως ο πατέρας μου.

Η Καρολίνα εισήλθε και εκάθησεν, ο Αλβέρτος πλησίον της, και εγώ επίσης· η ανησυχία μου όμως δεν με άφινε να κάθωμαι πολλήν ώραν εκεί· εσηκώθηκα, ήλθα εμπρός της, επήγα εδώθε κ' εκείθε, ξανακάθησα· ήταν στενόχωρη κατάστασις.

Και λέγοντας έτσι τον επήρεν από το χέρι, και τον έφερεν εις ένα άλλον χοντζερέ χίλιες φορές πλέον πλουσιώτερον από τους άλλους, εις τον οποίον έβγαιναν από κάθε μέρος ευωδίες θαυμάσιες, και εις την μέσην αυτού του χοντζερέ ήτον ένας θρόνος χρυσός, εις τον οποίον ο Αμπτούλ τον έβαλε και εκάθισε, και αυτός ομοίως εκάθησεν εις ένα άλλον κοντά του, και άρχισε να του διηγηθή την ιστορίαν της ζωής του με τον ακόλουθον τρόπον.