United States or San Marino ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ούτω δε προσλαμβάνει το δράμα τύπον αρχαϊκόν· παρά τον τρόμον συνυπάρχει και έλεος, αμφότερα δ' έχουσι θρησκευτικόν πως χαρακτήρα. Εάν ο Μάκβεθ δεν συνηντάτο μετά των Μαγισσών, η καρδία του ήθελεν είναι ουχ ήττον μεμολυσμένη, αλλ' αι χείρες του ήθελον ίσως διαμείνει αγναί.

Και οσάκις μεν ο έλλην τραγουδιστής εκχύνει εις τόνους μάλλον ή ήττον αμούσους και τραχείς και εις κραυγάς μάλλον ή ήττον οξείας την τεχνητήν αυτού φαιδρότητα εκεί όπου την ηγόρασε, τουτέστι παρά την τράπεζαν του οινοπωλείου, meno male, ως λέγουσιν οι Ιταλοί· το κακόν είνε υποφερτόν.

Μόλις εισάγεις το λυχναράκι και αι πλέον ποικιλόχροοι εικόνες φαίνονται εις τον λευκόν σου τοίχον! Και αν τούτο δεν είναι τίποτε άλλο παρά πρόσκαιρα φαντάσματα, ουχ ήττον πάντα μας καθιστά ευταχείς όταν σαν ζωηρά παιδιά στεκώμεθα προ αυτού και ενθουσιαζώμεθα από τα θαυμαστά αυτά φαινόμενα. Σήμερον δεν μπόρεσα να πάω στης Καρολίνας μία συντροφιά, την οποίαν δεν ηδυνάμην να αποφύγω, με εμπόδισε.

Ουχ ήττον όμως δύο μήνας βραδύτερον η κυβέρνησις έπεμπεν εις Λονδίνον τον κ. Οικονομίδην, όπως επιδιώξη συμβιβασμόν επί τη βάσει των διαπραγματεύσεων του 1867. Η αποστολή του κ. Οικονομίδου , συνδεδυασμένη μετά σχεδίου ιδρύσεως κτηματικής Τραπέζης , παρετάθη ανεπιτυχώς επί τρία διαδοχικά υπουργεία, η δε υπόθεσις δεν είχε κάμη ουδ' έν βήμα προς τα εμπρός, ότε ανεφάνη ο κ. I. Γεννάδιος.

Τα μεν πρότερον συμβάντα γνωρίζετε, ω Αθηναίοι, εκ πολλών άλλων επιστολών μου· ουχ ήττον δε είναι καιρός σήμερον να μάθετε την κατάστασιν εις την οποίαν ευρισκόμεθα και να σκεφθήτέ τι οριστικόν.

Ουχ ήττον ωργίσθησαν κατ' αυτών οι Λακεδαιμόνιοι. Κατά το αυτό δε θέρος Αλκιβιάδης ο Κλεινίου, στρατηγός των Αθηναίων, συμπραττόντων των Αργείων και των συμμάχων των, εισήλθεν εις την Πελοπόννησον μετ' ολίγων οπλιτών και τοξοτών Αθηναίων, και παραλαβών τινάς εκ των αυτόθεν συμμάχων αποκατέστησε μετ' αυτών την τάξιν εις τας συμμαχικάς πόλεις.

Τον δρόμον της νέας Ελληνικής εχάραξαν ήδη οι ημέτεροι πεζογράφοι, καίτοι διαφέροντες προς αλλήλους ως προς το τέρμα το οποίον απεκδέχονται, και ερρύθμισαν ύφος τι του πεζού λόγου, κατά το μάλλον και ήττον ακολουθούμενον παρά πάντων των καθ' ημάς γραφόντων.

Καίτοι αι ανάγκαι του έργου Του τον ηνάγκαζον να επισκέπτεται την Ιερουσαλήμ και να κηρύττει εις τα άπειρα πλήθη τα συρρέοντα εκείσε κατά τας εορτάς, ουχ ήττον φαίνεται ότι απεχώρει εν πάση δυνατή ευκαιρία έξω των τειχών της, και εζήτει την ησυχία υπό την σκιάν των ελαιών, υπό την λαμπρότητα της δύσεως του ηλίου και υπό την δρόσον την πίπτουσαν εξ ουρανού.

Πάει ν' αγοράση ψωμιά, απήντα ο μπάρμπ’-Αλέξης· τώρα τον περιμένω να γυρίση. Κ' ενώ έλεγεν ότι τον περιμένει, εξηκολούθει ουδέν ήττον να πλέη. Οι επιστάται των λιμένων, οι υγειονομικοί φυλακές και οι τελωνοσταθμάρχαι, ήσαν τα φόβητρα του μπάρμπ’-Αλέξη. Επαρουσιάζετο πάντοτε μόνος του, εις τον υγειονομικόν ή λιμενικόν σταθμόν «διά να βγάλη τα χαρτιά». — Ποιος είν' ο σύντροφός σου;

Φιλόμουσός τις κύριος ευαρεστηθείς να παραφράση ιταλιστήν την «Γυφτοπούλαν», έκρινεν εύλογον να αλλοιώση πολλά μέρη της αφηγήσεως, προσθείς ουδέν ήττον ή αφελών.