United States or Portugal ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότε ο Θευδάς τω έκραζε: «Ξορκίζω σε!» Ο Μάχτος δεν απήντα, ή μάλλον η ηχώ της φωνής δεν έφθανεν εις τα ώτα του Θευδά, διότι ούτος καθυστέρει τετρακόσια βήματα. Δις μόνον είχεν αναγκασθή να σταματήση ο Μάχτος περιμένων να εξέλθη των καμπών της οδού ο Θευδάς, και τούτο διότι ευρέθη εν δισταγμώ, ενώπιον δυο οδών, μη γνωρίζων ποτέραν να βαδίση.

Μην εξετάζης, φιλτάτη· φίλοι παλαιοί, υποχρεώσεις· απήντα εκείνος μέ τινα στενοχωρίαν.

Μία γυνή τον ανεζήτησε, και ηκολούθησε την μικράν συνοδίαν με παθητικάς ικεσίας. «Ελέησόν με, Κύριε, Υιέ Δαυίδ· η θυγάτηρ μου κακώς δαιμονίζεται». θα ηδυνάμεθα να φαντασθώμεν ότι ο Κύριος ημών θ' απήντα εις τοιαύτην ικεσίαν δι' αμέσου ελέους, όσω μάλλον, παραχωρών αυτή το αίτημά Της, συμβολικώς θα παρίστα την επέκτασιν της βασιλείας Του εις τους τρεις μεγίστους κλάδους του ειδωλολατρικού κόσμου.

Τέτοιο κορίτσι η Μιλάχρω; Να μη βασκαθή! — Σαν το κρύο νερό! προσέθετον άλλαι. — Πού τώχες, θαπώ, Μιλάχρω, κρυμμένο; — Πού θενά τώχω! απήντα η Μιλάχρω με κρυφήν χαράν, Μες ς' τον φούρνο! Πλην δεν το είχε διόλου μέσα εις τον φούρνον. Μέσα εις τον φούρνον εψήνετο αύτη η πτωχή.

Διά τούτο τας ημέρας του Πάσχα απέφευγον αι δύο θυγατέρες ν' αναβαίνωσιν εις τα βουνόν του Παπά-Ιερεμία, όστις μετά προστατευτικού μειδιάματος ηρώτα την γραίαν. — Πώς δεν ήλθαν τα κορίτσια; — Να, κάνουν χάζ' τ' καμάρα πλειο, απήντα η γραία. — «Παγίς θηρευτών» ο χορός, «παγίς θηρευτών», έλεγεν ο γέρων Πνευματικός. Και είτα επανελάμβανε καθαρά. — Να προσέχουν από τον χορό τα κορίτσια, να προσέχουν!

Τω παρετήρουν οι κάτοικοι φιλοσκώμμονες πάντοτε. — Έλα ντε! απήντα ο θαλασσοπνιγμένος ναύτης, όστις μετά το ναυάγιον ανήρχετο τον ανήφορον της αγοράς, υψηλά κρατών την κεφαλήν, ως να υπερηφανεύετο διότι κατώρθωνε να ναυαγή και να διασώζεται.

Εις τούτο συνέτεινον ολίγον μεν αι υλικαί στερήσεις, διότι ταύτας υπέφερε θαρραλέως, ενθαρρυνόμενος υπό της υπεργήρου μητρός του, ήτις εις τους εμμέσως προσπαθούντας να την παρηγορήσωσι διά τ' απολεσθέντα πλούτη απήντα μετ' αριστοκρατικής στωικότητος, «και οι Βουρβώνοι εδυστυχήσανε», πολύ δε η προϊούσα ηλικία, και ιδίως τ' αλλεπάλληλά του δυστυχήματα.

Και όταν πάλιν η γραία πονηρά γειτόνισσά της, απόξω-απόξω, διά να μάθη, ωμίλει περί υπανδρείας προς την Γερακούλαν και ότι τάχα πώς θα ημπορέση σ' αυτόν τον δύσκολο καιρό να υπανδρεύση τέσσαρας θυγατέρας, — είχε και αυτή μίαν μόνην θυγατέρα κ' έκλαιε και ωδύρετο — η Γερακούλα απήντα πάλιν περιχαρής: — Έχει ο Θεός!

Έτσι μαζόνουν της εληές; Έλεγεν ενίοτε εις καμμίαν χήραν, ελέγχων αυτήν, διότι άφησεν ίσως καμμίαν ελαίαν, κυλισθείσαν κάτω, μακράν εις το ρεύμα. — Ας πάρη και το ρέμα! απήντα η χήρα. Όλες η δεκατιστήδες θα τες πάρουν;

Τοιαύτη απάντησις θα ηδύνατο βεβαίως να ψυχράνη την καρδίαν της· και αν Εκείνος δεν προέβλεπεν ότη αυτή είχε την σπανίαν πίστιν, ήτις ηδύνατο να ίδη έλεος και αποδοχήν ακόμη και εν τη φαινομένη αρνήσει, δεν θα απήντα ούτω προς αυτήν.