United States or Central African Republic ? Vote for the TOP Country of the Week !


Παρετήρουν έμπροσθεν την φοβεράν λίμνην, τ' άγρια πτηνά κατασπαρασσόμενα μεταξύ των, τα φαλακρά βουνά και την θυελλώδη και απέραντον έκτασιν, εικόνα πιστήν του βίου όστις τα επερίμενεν όπισθεν δε την ομαλήν πεδιάδα, την καταπράσινον χλόην, τας συσκίους του δάσους εκτάσεις, σιωπηλάς και γαληνίους και πέραν διά μέσου των δένδρων διέκρινον τους φαιούς τοίχους και την μαυρισμένην στέγην του πατρικού πύργου.

Ενώ παρετήρουν, αυτά έφθαναν κατά πυκνάς φάλαγγας, τάχιστα, με άπληστα μάτια δελεαζόμενα από την μυρωδιά του κρέατος. Διά να τ' απομακρύνω κατέβαλα πολλάς προσπαθείας και μίαν προσεκτικήν επίβλεψιν. Ό,τι είδα τότε με εθάμβωσε και με ετρόμαξε. Το εκκρεμές κατέβαινε περίπου μίαν υάρδαν. Συνέπεια τούτου φυσική ήτο να αυξηθή αναλόγως και η ταχύτης.

Ας κάμη η Πομπωνία ό,τι θελήση, απεκρίθη η Λίγεια επί μάλλον ερυθριώσα, μόλις εσκέπτετο την παράνυμφον. Αλλ' η Μαριάμ εφάνη εις την θύραν και τους προσεκάλεσε να έλθωσι να συγγευματίσωσιν. Εκείνοι εκάθησαν μεταξύ των αποστόλων, οίτινες τους παρετήρουν μετά θαυμασμού, βλέποντες εν αυτοίς την νέαν γενεάν, ήτις μετά τον θάνατον εκείνων θα εξηκολούθει να σπείρη τον σπόρον της διδασκαλίας των.

Η συνάντησις εκείνη μας επροξένησε φόβον συγχρόνως και χαράν, και εσταθήκαμεν• και εκείνοι δε έπαθαν το ίδιον και μας παρετήρουν άφωνοι• έπειτα όμως ο γέρων είπεν• Ποίοι είσθε, ξένοι; Μήπως θαλάσσιοι θεοί ή άνθρωποι δυστυχείς όπως ημείς; Διότι ημείς από άνθρωποι κατοικούντες εις την στερεάν εγίναμεν τώρα θαλάσσιοι και πλέομεν ομού με αυτό το θηρίον, το οποίον μας έχει καταπιεί, χωρίς να γνωρίζωμεν ακριβώς την τύχην μας.

Επανέβλεπα την Χίον, οι δε χωρικοί εκείνοι ήσαν συμπατριώται μου ! Το μικρόν παρά την ακτήν πλοίον έδιδε ζωήν εις την προ των οφθαλμών μου εικόνα και το παρετήρουν μετ' ενδομύχου ευχαριστήσεως, σκεπτόμενος ότι δεν ήσαν τα πάντα καταστροφή και ερήμωσις εις την νήσον μας. Αλλ' εντός ολίγου τα αισθήματά μου μετεβλήθησαν, και ηυχήθην να μη ευρίσκετο εντός του λιμένος το πλοίον εκείνο!

Όσον δε παρετήρουν τον νέον απομακρυνόμενον με τα μεγάλα χέρια κρεμάμενα ως περιττά και δυσοικονόμητα εξαρτήματα, με τα μεγάλα πόδια, εις τα οποία είχε μεταδοθή το σάστισμα της κεφαλής, όλον εκείνον τον κολοσσόν, όστις από την παραζάλην της ανθρωποφοβίας εβάδιζεν ως στραβός, προσκόπτων εις τους λίθους, η κωμική του επιγράμματος εικών εφαίνετο περισσότερον ταιριαστή και οι γέλωτες δεν έπαυον.

Ο μεν Κροίσος ταύτα είπεν· ο δε Κύρος, λύσας τα δεσμά του, τον εκάθισε πλησίον του και εφέρθη προς αυτόν μετά μεγάλου σεβασμού· αυτός ο ίδιος και οι περί αυτόν τον παρετήρουν μετά θαυμασμού. Εν τούτοις ο Κροίσος, παραδεδομένος εις τας σκέψεις του, εσιώπα.

Η θειά Ζωίτσα εκίνει τεθλιμμένη την κεφαλήν. — Σου πήρε δύο κομμάτια ο Μπάρμπα Δήμας! παρετήρουν άλλοι τινές κτηματίαι μετά θαυμασμού. Όσα κι' αν έδωσε, χαλάλι! — Καλά στερνά! προσέθετεν έτερος επιφυλακτικότερος. Εμένα μου τ' ώπεν ο Παπά Ιερεμίας. Τα μοναστηριακά είνε αφιερωμένα εις τον Θεόν.

Η αυλόθυρα λοιπόν ήτο ανοικτή, ακριβώς δε εις το μέσον εστέκετο ο Π. με το γνωστόν μου, αγαθόν του εκείνο μειδίαμα. Τον ητένισα κατά πρόσωπον, εκείνος δε άρχισε να γελά την φοράν ταύτην μ' ένα γέλωτα εσωτερικόν, ούτως ειπείν, ως προσπαθών να μη εκραγή. Εγώ δεν έβλεπα γύρω μου, μόνον αυτόν παρετήρουν, με κάποιον μάλιστα φόβον, αν και το πρόσωπόν του ήτο αιθριώτατον, ως ουρανός ανέφελος.

Τον παρετήρουν κρυφίως ημιανοίγων τα βλέφαρα. Έμενεν ακίνητος επί της κλίνης του, με τας χείρας σταυρωμένας υπό την κεφαλήν και τους οφθαλμούς ανοικτούς, προσηλωμένους εις την οροφήν. Δις ή τρις τους έστρεψε προς εμέ και μου απέτεινε ταπεινή τη φωνή τον λόγον, ερωτών εάν κοιμώμαι. Δεν απεκρίθην, προσποιούμενος ότι κοιμώμαι. Δεν είχα διάθεσιν διά συνομιλίαν.