United States or Poland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τέλος, όταν ήρχιζεν η ψαλμωδία, ο Γιάννης εξηκολούθει να γελά προς τας αντιφωνίας των διαφόρων νεαρών ψαλτών και τας οξυφωνίας του παπά.

Κανένα άλλο μνήμα δεν είναι τόσο ωραίο, τόσο περιποιημένο, τόσο πλούσια στολισμένο ίσια ίσια τώρα που ο χινοπωριάτικος άνεμος συνταράζει τα δέντρα. Γελά τότε από χαρά και ξαναμιλεί σιγά και γκαρδικά σε κάποιον, που δεν τονέ βλέπει κανείς. Έπειτα πηγαίνει στο αμάξι, που περιμένει στην πύλη του νεκροταφείου, και γυρίζει μ' αυτό στο σπίτι.

Και έσκυψε κάμποσο για να μπη μέσα ένας χωρικός, σαραντάρης άνδρας, ψηλός, πλατύστηθος, στιβαρός, ο γνωστός Μανάρας, λαθρέμπορος, φημισμένος για την αφοβία και για την τέχνη του να γελά την εξουσία. Είχε μαζή του έναν βοηθό και το παιδί του, το Βαγγελάκι. — Πολύ αργήσατε, είπεν ο γούμενος. — Δε λες πως ήρθαμε! είπεν ο χωρικός. — Πώς μαθές; αρώτησεν ο γούμενος.

Κάτι κατσουφιασμένος, πατέρα· τι τρέχει; είπε στο γέρο Μαλαματένιο, παύοντας τα γέλοια της. — Μπα! εδώ είστε; είπε τάχα ξαφνισμένος ο γέρος· έφαγα τον κόσμο να σας γυρεύω. Σας γύρευα εκεί ψηλά κι άξαφν' ακούω το λάλημα στα πόδια μου. Φαντάσου! να γυρεύω το πουλί στο κλαρί και να το βλέπω χωμένο στ' αγκάθια. Φαντάσου! είπε εξακολουθώντας να γελά, ενώ τα δάκρυα τρέχανε από τα μάτια του.

Γιατί όμως δεν έγραψες δυο λέξεις, δεν έστειλες χαιρετίσματα; Κι όμως τόσοι ήρθαν από την Αμερική!» Ο Έφις έκανε ν’ απαντήσει, αλλά είδε τη Νοέμι να γελά σαν να ήξερε κι εκείνη την αλήθεια, και έπαψε ακόμη πιο ταπεινωμένος. «Κι έφυγες έτσι, Έφις! Σαν να σ’ είχαμε προσβάλει, χωρίς να πεις μια λέξη, Έφις!

Μέσα εις την βαθείαν ησυχίαν της εφαίνετο, ότι ηχούν ακόμη, οι λόγοι του Ρούντυ, οι τελευταίοι, που είπε εδώ: &«Περισσότερον δεν έχει η γη να μου χαρίση!»& Ήχησαν εν τη πληθώρα της χαράς του, επανελαμβάνοντο εν τη βαθεία θλίψει. Έτη από τότε παρήλθον. Γελά η λίμνη, γελούν αι όχθαι της· η κλιματαριά ξεπετά επάνω της χυμοβριθή, σφριγώντα σταφύλια. Ατμόπλοια με σημαίας, που κυματίζουν, τρέχουν πέρα.

Δεν θέλει μεγάλα και αδύνατα πράγματα· μόνο ένα δακτυλιδάκι με μια μικρά μικρά πέτρα, σαν.... στραγάλι. — Γελά ή δεν γελά το κοινόν, το οποίον γνωρίζει από αδάμαντας; — Και πόσο κάνει αυτό το δακτυλιδάκι; — Μόνο πεντακόσες δραχμές, Πασχαλάκη μου. — Πεντακόσες δραχμές! Πάει να πη ότι ο γάμος θα γίνη μετά 500 χρόνια, διότι μόνο μετά 500 χρόνια θα μπορέσω να κάμω 500 δραχμές.

Ας έλθουν αυτοί οι δύο, αυτός από τα Άβδυρα που γελά και ο άλλος από την Έφεσον που κλαίει, θέλω να τους πωλήσωμεν και τους δύο ομού. ΕΡΜ. Κατεβήτε εις το μέσον. Πωλούνται δύο άριστοι βίοι, οι σοφώτατοι εξ όλων. ΑΓΟΡ. Τι αντίθετοι που είνε! Ο ένας δεν παύει να γελά. Ο άλλος φαίνεται ως να κλαίη τον πατέρα του. Δεν μου λες εσύ, γιατί γελάς;

Ακόμη θαρρείς πως είσαι μωρό για να σε χορεύγουνε στα γόνατα. Άλλο δε λείπει παρά να λες και τρευλά, έτσα που μίλιες μικιός. Εγώ αβαπώ Γκελιό. Αν και στενοχωρημένος, γέλασα. — Γελάς; είπε η μητέρα μου. Μα θα γελά κιο κόσμος να σε θωρή να ξετρέχης μια γεροντοκοπελιά. Μα κιαυτή να μη ντρέπεται τσ' αθρώπους!

Και ηδύνατο να μη γελά διά τόσον φανεράν και απίστευτον και αναίσχυντον απάτην, αφού μάλιστα έχει και εύκολον τον γέλωτα; Αλλά και πώς να μη γελάση, όταν ο ρήτωρ τρέψας την φωνήν του εις μελωδίαν ήρχισε να ψάλλη, ως ενόμιζε, θρήνον διά τον Πυθαγόραν; Ο συγγραφεύς του παρόντος νομίζων ότι έβλεπεν όνον προσπαθούντα, κατά το λεγόμενον, να παίξη κιθάραν, ανεκάγχασε με όλην του την όρεξιν.