United States or Taiwan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν θέλει μεγάλα και αδύνατα πράγματα· μόνο ένα δακτυλιδάκι με μια μικρά μικρά πέτρα, σαν.... στραγάλι. — Γελά ή δεν γελά το κοινόν, το οποίον γνωρίζει από αδάμαντας; — Και πόσο κάνει αυτό το δακτυλιδάκι; — Μόνο πεντακόσες δραχμές, Πασχαλάκη μου. — Πεντακόσες δραχμές! Πάει να πη ότι ο γάμος θα γίνη μετά 500 χρόνια, διότι μόνο μετά 500 χρόνια θα μπορέσω να κάμω 500 δραχμές.

Τα κυττάει και μου λέει: «Ας έχης χάρι, Νικόλα παιδί μου, ούτε διακόσιες δραχμές δεν κάνουνε». Τι να κάνω; Πήρα τις διακόσιες δραχμές και του είπα και σπολλάτη. Και οι δεκάρες δεκάρες κάθε μέρα· έξη δραχμές το μήνα, εβδομηνταδυό δραχμές το χρόνο. Μια μέρα με φωνάζει και μου λέει: «Νικόλα παιδί μου, μου χρειάζονται τα λεφτά.

Σηκώνει την άγκυρα από δω κι' ύστερα από δέκα μέρες γυρίζει πάλι και ρίχνει την άγκυρά του στο ίδιο μέρος. Έκανε διακόσιους τόννους κάρβουνο στάχτη, και σαράντα χιλιάδες δραχμές καπνό. Κατάλαβες; Ο γραφέας έφυγε χωρίς να δόσει απάντηση. Άρχισε να γυρίζει απάνω, κάτω, πρύμη, πλώρη, όλο το καράβι. Δεν εύρισκε κανένα να μπορεί να μιλήσει.

Την ώραν που επήγαν τα βιολιά κ' έφεραν τον κουμπάρον έμπροσθεν της πατρικής οικίας του γαμβρού, ο Γρηγόρης, μη έχων τίνα άλλον να ερωτήση, ηρώτησε κρύφα τον Στάθην, όστις στολισμένος συνώδευε με πολλούς εκ των καλεσμένων τον κουμπάρον, ελθόντα να παραλάβη τον γαμβρόν· — Η χίλιες δραχμές, τι γίνονται; — Θαρρώ πως της έδωκεν ο Θανάσης της Αφέντρας, απήντησε βιαστικά ο Στάθης.

Σημαντική αμέσως οικονομία από τουλάχιστο τρία χρόνια, που χάνουνται τώρα με τα δασκαλήσια μας τα συστήματα. Τρία χρόνια, τόσα Ρωμιόπουλα, προς τόσα το χρόνο, λογάριασέ τα και κάμε τα τώρα δραχμές. Κερδίζουμε, βλέπεις, και μεις, μόνο που τα κέρδη τα καταθέτουμε μέσα σε Ταμεία που ονομάζουνται Μέλλοντα.

Αν δεν έλθης, δεν βάζουν στέφανα, είπεν η Αφέντρα. Εσύ είσαι δεύτερος πατέρας για μας, θα σου φιλήσωμε το χέρι κ' εγώ κι' ο Γρηγόρης . . . ως τόσο, δε δίνεις μόνος σου κειναδά τα λεπτά; . . . . χίλιες δραχμές του έχουνε τάξει ακόμα . . . Δεν τα δίνεις με το χεράκι σου; αποκάτ' απ' το προσκέφαλό σου τάχεις;

Όταν άφησε τη θάλασσα ο Καπετάν Δημήτρης, καραβοτσακισμένος και θεόφτωχος, με δώδεκα δραχμές σύνταξι, ύστερ' από πενήντα χρόνια δούλεψιτα μισά του τάφαγαν οι καπετανέοι και τα λιμεναρχείαχωρίς να το καταλάβη έγινε Μπαρμπα-Δημητρός, επιστάτης για χρόνια στα σχολεία, με το βούρβουλα στα χέρια, και χωρίς να το καταλάβη πάλι πήρε τις συνήθειες του μακαρίτη του Παπα-Θανάση, του σύγγαμπρού του.

Και τώρα επειδή δεν είχα να της δώσω της χίλιες δραχμές που μου ζητούσε, διότι ο πατέρας είνε σφικτός και δεν μου δίδει, εδέχθη τον Μοσχίωνα και σ' εμένα έκλεισε την πόρτα• εγώ δε για να την πεισμώσω και να της αποδώσω τη λύπη που μου προξένησε, επήρα σένα.

Σύρε να πης του Θανάση, είπεν ούτος, ο Στάθης, πες, τώχει το πορτοφόλι, και θα του το δώση, πες . . . Το πήρα, γιατί φοβήθηκα μην τ' αρπάξ' η θυγατέρα σου, την ώραν που τον έπιασεν ο βήχας . . . κι' αυτή πολεμούσε να τόνε καταφέρη για να της δώση της χίλιες δραχμές, τα παραπανισμένα που μας γύρευε ο γαμβρός. Τώρα πλεια η πόρτα έκλεισε . . . Πανωπροίκια δεν έχει.

Αλλ' αν είχε και χίλιες δραχμές, θα ηδύνατο να κερδίζη περισσότερα, διότι δεν θα ηγόραζε το ρώμι μποκάλι-μποκάλι από τον κυρ Κωνσταντή, όστις έβγαζε το ένα άλλο ένα, και το ενέρονε τόσον ώστε να μη σηκόνη άλλο νερό πλέον· θα παρήγγελλε βαρέλι εις την Χαλκίδα, και θα είχε και αυτός τότε κάτι τι εις το καφενείον του. «Λίγο-λίγο» έλεγε, «έτσι έκαμαν όλοι τους παράδες και τα μαγαζειά