United States or Saint Helena, Ascension, and Tristan da Cunha ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δώσε δω και δώσε κει μου φάγανε το βιος μου. Στους δρόμους θα μείνω. Να σου δώσω διακόσιες δραχμές, να μου δώσης και συ ένα αμανάτι Δεν το ξέρεις, Νικόλα παιδί μου· ζωή και θάνατος είνε σ' αυτόν τον κόσμο. Να μου φέρης το αμανάτι και να σου μετρήσω τις διακόσιες δραχμές να κάνης τη δουλειά σου. Διάφορο δε θέλω από σένα· τον καφέ μου και τον καπνό μου να μου πλερώνης κάθε μέρα.

Απρόσβλητο πιστοποιητικό της αξίας του ο «Κόδρος», το επικό του ποίημα που το είχε στείλει στο Βουτσιναίο διαγωνισμό του 1874, και που πήρε το βραβείο, τη δάφνη με τις χίλιες δραχμές. Κριτικός εισηγητής μέσα σ' εκείνο το διαγωνισμό και διαλαλητής της ανατολής του νέου άστρου ο Αλέξανδρος Ραγκαβής πάντα.

Τρύφαινα και Χαρμίδης. ΤΡΥΦΑΙΝΑ. Ξανακούστηκε να δώσης πέντε δραχμές σε μιαν εταίραν για να κοιμηθής μαζή της κι' έπειτα στο κρεββάτι να γυρίζης απ' τάλλο μέρος, ν' αναστενάζης και να κλαις; Αλλ' ούτε ήπιες με όρεξιν, ούτε έφαγες• διότι και στο τραπέζι σ' έβλεπα που εδάκρυζες και όλη την ώρα δεν έπαυσες να κλαις σαν παιδάκι.

Τους ναύτες όχι· μήπως εκείνοι τους εγέννησαν; Έκλαιαν τα χέρια που ήσαν ανίκανα να τους αποδώσουν δουλεύοντας την προκαταβολή. Τα χαμένα χρήματά τους έκλαιαν. Και τα περισσότερα είχε χαμένα ο Πέτρος Πίπιζας. Κάπου δεκαπέντε χιλιάδες δραχμές. Άφες τη ζημία· δεν είχε και ανθρώπους αρκετούς να κάμη τη δουλειά του.

Μωρέ παιδί μου, απάνω ς' την εκλογή, μωρέ Γιωργή μου, μαθαίνεις τι ζητάει ο κόσμος. Απάνω στην εκλογή σ' ανοίγει ο άλλος την καρδιά του και σου ξομολογιέται. Σου γυρεύει πέντε δραχμές; θα πη πως πάσχει από φτώχια. Σου γυρεύει καμμιά θεσούλα; θα πη πως πάσχει από τεμπελιά! Λοιπόν, μωρέ παιδί μου, η χήρες φωνάζουν. Τες γδύνει, μωρέ Γιωργή μου, ο κυρ-Δμάκης τες κλέφτει, μωρέ παιδί μου!

Ποτέ δεν τον ήκουσα ν' αναστενάξη, ούτε τον είδα να δακρύση, ούτε ήρθε να μου κτυπήση ποτέ την πόρτα εις ώραν περασμένην της νύκτας, αλλά μόνον που εκοιμάτο καμμιά φορά μαζή μου και αυτό σπανίως. Αλλ' όταν μια φορά ήλθε και δεν τον εδέχθηκαδιότι ήτο μέσα ο Καλλίδης ο ζωγράφος που μούχε στείλη δέκα δραχμές — μ' έβρισε κι' έφυγε.

Από ενενήντα δραχμές εξέπεσαν την άλλη μέρα εις ογδοήντα δύο, κ' έπειτα εβδομήντα, πενήντα, σαράντα, είκοσι, έως ότου δεν τους ήθελε πια κανένας σε καμμιά τιμή. Δε σου λέγω τι νύκτες περνούσα. Δεν κατώρθωσα όχι να κοιμηθώ αλλ' ούτε καν να σταθώ στον ίδιο τόπο πέντε λεπτά.

Αν θέλης, θα σου διηγηθώ και κάτι που μου συνέβη όχι προ πολλών ετών• με είχε τότε ο Δημόφαντος ο τοκιστής που κατοικεί πίσω από την Ποικίλην. Αυτός ο τσιγγούνης δεν μούδωκε ποτέ περισσότερον από πέντε δραχμές και είχε την αξίωσιν να τώχη μονοπώλιον. Αλλά και ο ερωτάς του ήτο πολύ επιπόλαιος.

Να μου δώσης πενήντα δραχμές να πάρω λίγα δέρματα, κλωνές, βελόνες, να στήσω κ' ένα τραπεζάκι σ' ένα καντούνι, να κάνω τον τσαγκάρη, να βγάλω τον «επιούσιον». — Πρώτα να περιορίσης τη γλώσσα σου, του είπε ο πατέρας μου, θυμούμαι. Αυτή σ' έφαγε... Ύστερα μου διηγήθηκε ο πατέρας μου, πως στα νιάτα του, σαν άφησε το Άγιον Όρος και τα καράβια, έγινε τσαγκάρης, τωόντι. Και καλός τεχνίτης!

Δεν μπορείτε και σεις πλεια, να 'κονομήσετε χίλιες ψωροδραχμές! — Σαν είχα 'γώ χίλιες δραχμές, δεν έκαμνα γαμβρό τον σερσέμη! Είπε με την ωργισμένην φωνήν της η Μιλάχρω. Η Θεια-Σταματίτσα ηθέλησε να οργισθή και αύτη και να φύγη, αλλά πάλινκαλή χριστιανήανεγνώριζε το δίκαιον της Μιλάχρως.