United States or Finland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αφτός με λόγια γνωστικά τους μίλησε έτσι κι' είπε «Τ' Ατρέα γιέ, έβαλαν βουλή να σε κακοντροπιάσουν τώρα πια, αφέντη, οι Δαναοί στα μάτια των ανθρώπων, 285 κι' όσα σου τάξανε ξεχνούν ακόμα σαν κινούσαν στην Τροία απ' τ' Άργους νάρθουνε τ' αλογοθρόφα μέρη, να μη γυρίσουν πίσω εξόν σαν πάρουνε το κάστρο· τι σαν ανήλικα παιδιά ή σα γυναίκες χήρες κλαίγουνται ο ένας τ' αλλουνού και πίσω θεν να πάνε. 290 Δε λέω, μπορεί κι' ο άνθρωπος να βαρεθεί στο τέλος τους κόπους, και στο σπίτι του να θέλει να γυρίσει.

Ξέρω κ' εγώ, παιδί μ'; Προχθές περνούσα από του Γιωργή της Θασίτσας κ' άκουσα που λέγανε, θα τα πάρη φέτος τα δέκατα ο καπετάν-Παρμάκης. Πούλησε, λέει, ξαργού τη σκούνα τ' για να βαρέση τον κυρ-Δμάκη. Τι θα πη, λέει, ο κυρ-Δμάκης και ο κυρ-Δμάκης; Και τι είνε, λέει, ο κυρ- Δμάκης; Και μας έγεινε άρχοντας ο κυρ-Δμάκης; Ένας ξένος, ένας προμυριώτης; Που γδύνει της χήρες, που τρώει της χήρες!

Η Βιργιλία είναι τόσο σίγουρα μια από κείνες τις Ρωμαίες χήρες που απάνω στον τάφο τους γράφηκε το «Domi mansit, lanan fecit», όσο σίγουρο είναι πως η Ιουλιέττα είναι η ρομαντική κόρη της Αναγεννήσεως. Είναι ακόμη ακριβής και στα φυλετικά χαρακτηριστικά.

Όμως στον καιρό μας, — όπως έλεγε κ' η Σουρούταινα ο Φιλόσοφος, η γρηά η κλησάρισσα του Άη-Παντελεήμονα, φιλόσοφος παρανόμι και πράμμα, — στον καιρό μας, παιδί μου, τέτοια πράμματα δεν γίνονται πια. Οι χηρευάμενοι, παιδί μου, τώρα πούγινε άσπρος ο Χάρος, παχαίνουν και φουσκώνουν, σαν τα καπόνια, κ' οι χήρες, όταν έρχωνται στην εκκλησιά για τα σαράντα, έχουνε διπλά προγούλια.

Τα ήξερε τα γέλια αυτά. Τα ήξεραν όλες οι χήρες του νησιού. Όταν το κύμα της νοτιάς έσπαζε μες στις κουφάλες του Σταυρού, κάτω στο γυαλό, τα παράξενα, τα διαβολικά γέλια έφθαναν στα μισοούρανα. Οι καπετάνισσες τραβούσαν τα μαλλιά τους. — Γελάει η Σκρόφα! Γελάει η ξελογιάστρα! Έκλεισε με τρομάρα το παράθυρο. Τα γέλια την κυνηγούσαν ακόμα. Έπεσε στο σοφά σαν πεθαμμένη.

ΜΑΚΔΩΦ Καλλίτερα ν' αδράξωμεν το φονικό σπαθί μας, κι' ας τρέξωμεντον τόπον μας τον καταπατημένον, ωσάν γενναίοι άνθρωποι! Αυγή δεν ανατέλλει που χήρες δεν μοιρολογούν και ορφανά δεν κλαίουν, που νέος θρήνος 'ς τ' ουρανού την όψιν δεν ξεσπάνει·κι' αντιλαλεί ο ουρανός 'σάν να πονή μαζί μας και κάθε λύπης συλλαβήν κι' αυτός αντιβοΰζει!

Και το θλιβερώτερο, που όλες οι κοκκώνες της Αυλής, όλες οι μεγάλες οι αρχόντισσες μαζεύτηκαν από το ενάντιο κόμμα! Πάμπολλες πλούσιες χήρες είταν ξεφρενιασμένες μαζί του που δεν τις άφινε ήσυχες να πασαλείβουνται με τ' αγαπημένα τους τα φκιασίδια. Πήρε τέλος φωτιά κ' η Ευδοξία, που αν κι όμορφη, προσπαθούσε κι αυτή να καλλιτερεύη την ομορφιά της.

Μωρέ παιδί μου, απάνω ς' την εκλογή, μωρέ Γιωργή μου, μαθαίνεις τι ζητάει ο κόσμος. Απάνω στην εκλογή σ' ανοίγει ο άλλος την καρδιά του και σου ξομολογιέται. Σου γυρεύει πέντε δραχμές; θα πη πως πάσχει από φτώχια. Σου γυρεύει καμμιά θεσούλα; θα πη πως πάσχει από τεμπελιά! Λοιπόν, μωρέ παιδί μου, η χήρες φωνάζουν. Τες γδύνει, μωρέ Γιωργή μου, ο κυρ-Δμάκης τες κλέφτει, μωρέ παιδί μου!