Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 4 Μαΐου 2025
Ο ουρανός λίγο-λίγο θολόνονταν πλειότερο, άστρο κανένα δεν έφεγγε ψηλά του κι' ο Βοριάς άρχισε να φυσάη πολύ δυνατά. Το Μικρό Χωριό, αφού δείπνησε και &σιλάρωσε& τα ζωοπράμματά του, έκλεισε τες θύρες του και τα παράθυρά του κι' ετοιμάστηκε να κλείση τα μάτια του και να ριχτή στην αγκαλιά του ύπνου, όσο που να βαρέση το πρωινό ο παπάς το σήμαντρο της εκκλησιάς.
Μες από τα σπίτια ετοιμάζονταν το Μικρό Χωριό να κοιμηθή, για να ξυπνήση, όταν βαρέση ο σήμαντρος της εκκλησιάς, όξω από τα σπίτια χιόνιζε ακατάπαυστα και γαύγιζαν τα σκυλλιά, κι' απάνω σ' αυτό ένας γλυκός ήχος κυπριού αχολογούσε στο σκοτάδι μελαγχολικά — μελαγχολικά «τριγκ.... τριγκ.... τριγκ.... τριγκκκ. »
Β’ ΜΟΥΣΙΚΟΣ Δεν παίζομεν τίποτε. Δεν είναι καιρός διά μουσικήν τώρα. ΠΕΤΡΟΣ Δεν παίζετε; ΟΙ ΜΟΥΣΙΚΟΙ Όχι. ΠΕΤΡΟΣ Τώρα να σας δώσω εγώ... Α’ ΜΟΥΣΙΚΟΣ Τι θα μας δώσης; ΠΕΤΡΟΣ Όχι χρήματα βέβαια! ξύλον θα σας δώσω. Β’ ΜΟΥΣΙΚΟΣ Σώπα, παληόδουλε. ΠΕΤΡΟΣ Κύτταξε να μη σου χώση το σπαθί του εις τα πλευ- ρά ο παληόδουλος. Κύτταξε να μη σου βαρέση το ίσον εις την ράχιν σου. Β’ ΜΟΥΣΙΚΟΣ Έλα έλα.
Διά να κατέλθη τις εκ των άνω, όπου ήτο κτισμένη η μικρά καλώς περιποιημένη έπαυλις, κι' όπου ο Κώστας ο Σκαρλάτος έβοσκε τας πέντε ή έξ αίγας και τα πρόβατά του με την εντολήν να φυλάγη τας μυγδαλέας και τ' άλλα οπωροφόρα, μέχρι των κάτω, όπου πλατάνια και καρυδιές και δρύες εστόλιζον μέσα στο ρέμμα την κρυφήν πηγήν του νερού, έπρεπε να ολισθήση τρις επάνω στα χόρτα, να πέση, να πιασθή από σχοίνον ή κορμόν δένδρου, να βαρέση την πλάτην του, ν' ανασηκωθή, να ξαναπέση, και τέλος να κυλισθή έως κάτω εις την βαθείαν εσχατιάν, εις το κράσπεδον του κρημνού.
— Ξέρω κ' εγώ, παιδί μ'; Προχθές περνούσα από του Γιωργή της Θασίτσας κ' άκουσα που λέγανε, θα τα πάρη φέτος τα δέκατα ο καπετάν-Παρμάκης. Πούλησε, λέει, ξαργού τη σκούνα τ' για να βαρέση τον κυρ-Δμάκη. Τι θα πη, λέει, ο κυρ-Δμάκης και ο κυρ-Δμάκης; Και τι είνε, λέει, ο κυρ- Δμάκης; Και μας έγεινε άρχοντας ο κυρ-Δμάκης; Ένας ξένος, ένας προμυριώτης; Που γδύνει της χήρες, που τρώει της χήρες!
Είναι ώρα που τα ισκιώματα της νύχτας γκρεμοτσακίζονται και φεύγουν από τον απάνω-κόσμο! Κοντεύει να χαράξη! Κοντεύει να βαρέση ο σήμαντρος! Το Μικρό Χωριό αναλαβαίνει λίγο θάρρος. — Δόξα σοι ο Θεός! Τώρα όπου κι' αν είναι θα βγη ο παπάς και θα βαρέση το σήμαντρο! Λάκκισε το ίσκιωμα! — Κικιρίκουουουουου!.. Λαλούν τα πετείνια δεύτερη φορά.
— Και συ πώς είσαι, Μήτρε, αχνός;...Από την τραχηλιά σου Ρένε τα αίματα στη γη... Πού σ' έχουνε βαρέση; — Μάγλειψε, Διάκε, ξώδερμα το βόλι ένα παγίδι Κι' ο δρόμος τη λαβωματιά μου ξάναψε λιγάκι... Θανάση, μας εχάλασαν...
Και προς αυτόν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε• «Και τούτο ευθύς ενόησες, και εις όλα γνώσι δείχνεις. αλλ' ας σκεφθούμε τώρα εδώ το πράγμα πώς θα γείνη. ή πρώτος εις τα υπέρλαμπρα παλάτια θα πατήσης 275 προς τους μνηστήραις μόνος σου, κ' εγώ θα μείν' οπίσω• ή, αν θέλης, κοντοστάσου εδώ, κ' εμπρός εγώ πηγαίνω, αλλ' έξω μην αργής πολύ, μη κάποιος σε κτυπήση ή σε βαρέση, άμα σ' ιδή• και ό,τ' είπα συλλογίσου».
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν