United States or Anguilla ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο υπενωμοτάρχης άρχισε να χτυπά τις γροθιές του στην πόρτα, οι χωροφύλακες να γρατσουνίζουν με τα νύχια τους τα χαμηλά παράθυρα. Σε λίγο η πόρτα άνοιξε.

Άλλοτε πάλιν εφρόντιζε διά πανίων να περιφράξη τας καλαμωτάς, όταν ποτέ εσύριζεν ο βορράς και χειμών όψιμος προηγγέλλετο. Και περιέφρασσε και τας θύρας ακόμη και τα παράθυρα. Τόσον το λεπτοϋφές, το μεταξωτόν καματερό επηρεάζεται εκ του ψύχους.

Μην τύχη και χάσουν την «έχταχτη και πρωτοφανή περίσταση, — είπ' ο Βλογιάρης». Μόνο από τη χαραμίδα της κλεισμένης πόρτας του Θύμιου του μάγερα αγνάντια, ξέφεβγε κι άπλωνε πάνω στου κήπου τη φράχτη, ένα κοκινόξαθο φωτεινό ζουνάρι. Πέρα ελαμποκοπούσε του Δήμαρχου το σπίτι από το άφτονο φως, που πλημυρούσε μέσα η σάλα του. Εξεχυνόταν χείμαρος ολόφωτος από τα διάπλατα ανοιχτά παράθυρα.

Κι όταν μπήκα στην κάμαρά μας, είδα πως τα δικά μου παράθυρα είχαν την ίδια θέα, που είπα πρωτήτερα, με τη διαφορά πως η θάλασσα φαινόταν από δω ακόμα σιμότερα. Στάθηκα πάλι εκεί και δεν ήξερα τι γινότανε μέσα μου εκείνη τη στιγμή. Μα την ίδια ώρα έπεσε η ματιά μου στη γυναίκα μου.

Ιδού του μικρού μου δωματίου το παράθυρον, ιδού τα δύο του κοιτώνος των γονέων μου, ιδού... Αλλά διατί έχουν καφάσια τα λοιπά παράθυρα; Μη έχω λάθος ; Όχι... Κατοικείται η οικία μας, κατοικείται υπό Τούρκων ! Εγώ δε εις τους δρόμους βλέπω ως ξένος τους τοίχους της και κατασκοπεύω ως κλέπτης τα παράθυρά της!

«Νά η Μικρούλα ! Νά η Μικρούλα ! ναΣτις δυο η ώρα το πρωί γύρισε ο Νίκος με τη Λιόλια – – Όταν βγήκε το απόγεμα της Κυριακής ο Νίκος απ’ το σπίτι, Πήγε τα-ίσα στο μέρος πούχε πη η θεια Ελέγκω πως θα πάνε να δουν το κομιτάτο : στην Οδό Σταδίου αντίκρυ απ' τη Βουλή, αποπάνω απ’ τον «Αβέρωφ». Στο δρόμο έδωσε τρεις δραχμές και πήρε μια μεγάλη σακκούλα χαρτοπόλεμο και ένα μάτσο σερπαντέν, για νάχη η Λιόλια να ρίχνη . . . Όλα τα παράθυρα του σπιτιού ήτανε γεμάτα κόσμο· κι αποπίσω τους ήταν κι άλλοι πολλοί ανεβασμένοι σε καρέκλες.

Ακούω του λυσσώντος Ανέμου την ορμήν· Κτυπά με βίαν· ανοίγονται Του ναού τα παράθυρα Κατασχισμένα. Από τον ουρανόν, Όπου τα μελανόπτερα Σύννεφα αρμενίζουν, Το ψυχρόν της αργύριον Ρίπτει η σελήνη. Και ένα κρύον φωτίζει Λευκόν, σιγαλόν μάρμαρον· Σβησθέν λιβανιστήριον, Κερία σβηστά και κόλυβα Έχει το μνήμα. Ω παντοδυναμώτατε!

Φεγγάρι λαμπρό είταν στον ουρανό, γλυκειά η νύχτα, οι γρύλλοι νανούριζαν τον ύπνο της. Ο μπουζουκιτζής στάθηκε τότε ολόρθος στη μέση του δρόμου κάτω απ' τα παράθυρα ενός ψηλού σπιτιού.

Η μανία κάθε μπουζουκτζή είνε ν' ανοίγουν τα παράθυρα τη νύχτα τα κορίτσια και να τον αφογκράζουνται, να τον ακούνε.

Αλλά εκατόρθωνε να στέκη με το έν ποδάρι τον, καθώς οι εικοσιτέσσαρες αδελφοί του με τα δύο των. Αυτός λοιπόν, ο εικοστός πέμπτος, έγεινε περίφημος, καθώς θα σας διηγηθώ τώρα. Εις την τράπεζαν επάνω, όπου ήτο ο στρατιώτης αυτός, ήσαν διάφορα άλλα παιγνίδια. Το καλλίτερον όμως από όλα ήτο ένας χάρτινος πύργος. Από τα παράθυρα του εφαίνετο μέσα η αυλή.