United States or Iraq ? Vote for the TOP Country of the Week !


Στα κόλυβα του χρόνου πια, μην τα ρωτάς, παιδί μου! Τύφλα νάχουνε όλα τα μαντζούνια κι' όλα τα κουκουνάρια του κόσμου, μπροστά στη θλίψι της χηρείας. Μονάχα οι μαννάδες απομείνανε, συφορά τους! να κλαίνε τα πεθαμμένα τους παιδιά... Όσο για τον Καπετάν-Πρέκα ούτε λόγος να γίνεται. Γέρος άνθρωπος, ένα σάψαλο εκεί, σαράντα χρόνια παντρεμμένος, αυτό τούλειπε. Να πάη ν' ανταμώση την τρυγόνα του!

Όχι διότι θα επεθυμούσαν να «μβαίνουν σε κόπους», να ζυμώνουν, αλλά διότι τα βλογούδια ποτέ δεν εφτουρούσαν, κ' εμοιράζοντο συνήθως εις τα πτωχά και τα ξυπόλυτα της γειτονιάς, όπως και τα κόλυβα. Η περί ης ο λόγος γραία τσομπάνισσα, η Τσολοβίκαινα, ήτον από τες καλές ενορίτισσες.

ΑΝΑΤ. Εμένα πατέρα μου είναι τρία χρόνια πέτανε... βιος πολύ άφηκεκολυβά του, μολύβα του ιψυχικά του φαλάν φιλάν ούλα έκαματώρα τα βάνω μια πέτρα μεάλη μνήμα του απάνου, τα γράψω, ιστέ ήτανε καλό άντρωπο, ήτανε ραϊτζή, όποιος γλέπει να λέη τεός χωρέστο, άκουσες; τζάνουμ ένα τέτοιο να γράψης εγώ κόπου σου πλερόνω. ΛΟΓ. Επιτύμβιον τοιγαρούν ποιητέονκαι δη ποιήσω διά στίχωνούτω βούλει;

Ο Μανώλης ηκολούθει τας συμβουλάς της μητρός του επί τινα καιρόν και ήρχιζε μάλιστα να του αρέση η εκκλησία, προ πάντων όταν εμοίραζαν κόλυβα ή άρτον. Αλλά δεν ηδύνατο ακόμη να εξοικειωθή με τους ανθρώπους, τινές δε ήρχισαν να μαντεύουν την ανθρωποφοβίαν του, διότι τοιαύτα φαινόμενα δεν ήσαν τότε και δεν είνε ίσως ακόμη σπάνια είς τινα χωριά της Κρήτης.

Απ' τη στιγμή όμως πούκλεινε κανένας τα μάτια του, γινότανε δικός του· Έλεγες πως βαστούσε ανοιχτά δεφτέρια για κάθε μακαρίτη, κι' άμα τον έβλεπες σε παρέα, ήτανε σίγουρο πως μοίραζε κόλυβα. Εκεί που καθότανε ο Γιάννης ο Μακαρίτης, για ζωντανό κουβέντα δε στηνότανε ποτές κι' όποιος ήθελε να μάθη για τα πεθαμμένα του, ας έπαιρνε σκαμνί να κάτση. Λοιπόν! αυτό που σου λέω εγώ...

Μα τ' είδαν τα ματάκια μου τους ξένους πώς τους θάφτουν! Χωρίς λιβάνι και κερί και δίχως ψαλμωδία, Χωρίς παπά και κόλυβα και δίχως μοιρολόγια Δεν είδα μάννα να βογγάη, γυναίκα να θρηνάη, Δεν είδα αδερφοξάδερφα να χύνουν μαύρα δάκρυα, Παπάδες κι' εξαφτέρυγα και κόσμο ν' ακλουθάη. Είδα μονάχα τέσσερους με χάχανα και γέλοια Να κουβαλούνε το νεκρό σαν το σκυλλί στον λάκκο.