United States or Luxembourg ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο μεγαλόσωμος γιατρός, φυσώντας πάντα άγρια τα πλατειά ρουθούνια του, σηκώθηκε. — Ε! τι έχει το παιδί σου γερόντισσα; — Μην τα ρωτάς, κυρ γιατρέ. Ένα μήνα τόρα άλαλο, από κάψα σε κάψα. Αχ! παιδάκι μου... Και σήκωσε το παλιοχράμι, ξεσκέπασε το παιδί της από το κεφάλι ως τα πόδια.

Κόντεψε να με χάση εκείνο τον καιρό η μάννα σου. Δεν τη ρωτάς να σου πη; Και σήκωνε ο καπετάν Λαλεχός τα μάτια του ψηλά στα κάδρα, στρήβοντας το άσπρο του μουστάκι με τα χονδρά χέρια, σαν νάστρηβε τις αλογότριχες της πετονιάς. — Ξενητειά! Μαύρη και σκοτεινή, μα έχει και τα καλά της, ρε παιδί. Καλά και καλά. Η πλατέα του Σαν-Μάρκου σου λέει ο άλλος! Θαρρώ πως είνε αυτή η ώρα.

Και το βασιλόπουλο από τι τρελλάθηκε; ΥΠΗΡΕΤΗΣΠολλά με ρωτάς, Μπάρμπ-Αργύρη! Ξέρω 'γω. Από έρωτα θα τρελλάθηκε κι' αυτό. Όλοι από τον έρωτα τρελλαίνονται σ' αυτόν τον κόσμο. Δεν μου λες αλήθεια; Θαρθή τ' αφεντικό σου στην παράσταση. Μ-ΑΡΓΥΡΗΣΔεν ξέρω. Σε λίγο. Άκου να σου πω. Ποια ήτανε η κυρία που σου μιλούσε προτήτερα στην πόρτα;

ΓΙΑΓΙΑ Όχι. ΓιαΤι με ρωτάς; ΥΠΕΡΕΊΉΣ Ήρθ' ένας νέος κάτου, και κατέβασε τα πράματά του από το αμάξι και τάφερε μέσα, και τώρα μας δίνει διαταγές σα να βρίσκεται στο σπίτι του. ΓΙΑΓΙΑ Περίεργο. Ποιος να είναι αυτός; Πάω να ιδώ εγώ. . . Αυτός είναι, γιαγιά μου, αυτός. Τόνε γνώρισ' αμέσως. Είναι αυτός, αυτός. ΓΙΑΓΙΑ Μα ποιος είν' επί τέλους. Δεν καταλαβαίνω.

ΘΕΡΑΠΩΝ Εγώ όχι βέβαια. Είπαμε πως το ’χω δώσει εδώ και χρόνια πάμπολλα. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Πούθε το πήρες; Ήτονε δικό σου ή ξένο; ΘΕΡΑΠΩΝ Κάποιος μου το ’δωκεν° όχι δικό μου. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ποιος ο Θηβαίος που σ’ τό ’δωκεν ή ποιο το σπίτι; ΘΕΡΑΠΩΝ Μη για χατήρι των θεών με ρωτάς πλέον. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Εχάθης αν ξαναχρειασθή να σ’ ερωτήσω. ΘΕΡΑΠΩΝ Ήταν του Λαΐου λοιπόν αυτό το βρέφος!

Μην τα ρωτάς, παιδί μου . . . Μεγάλη συφορά μου επενέβηκε, ήρχισε να λέγη η Γιαννού. Είτα ανήσυχος ηρώτησε·Μην είν' εδώ ο κυρ Αναγνώστης; — Όχι, δεν είν' εδώ· τόσο νωρίς δεν έρχεται, είναι στον καφενέ . . . Αχ! θεια Χαδούλα, κ' εγώ έλεγα πώς να κάμω να 'ρθώ στο σπίτι, να σου 'πω τα τρέχοντα . . . — Έμαθες τίποτα;

Μη φοβάστε... Καλά. Θα τα βρούμε σίγουρα. «Ες άρτι φανερόν γέγονε το ρήμα τούτο », είπέ ποτε εν απορία ο Μέγας Μωυσής. Είχε φονεύσει τον Αιγύπτιον προς χάριν των αδελφών του, και οι αδελφοί του τον εφοβέριζον και τον επότιζον πικρίας. — Πώς το έμαθες; ποιος σου το είπε; ηρώτησεν απορών ο Νικολός. — Μην τα ρωτάς... Θα τα βρούμε, σας λέω.

Γιατί μ' αυτό που σκέπτομαι δεν συμφωνεί το άλλο; γιατί δεν είναι φύλλα δυο και πρόσωπα παρόμοια; γιατί καθώς ο Έρασμος νυχθημερόν να ψάλλω εις της μωρίας την Θεάν μωρότατα εγκώμια; Και μια φωνή μ' απήντησε «μην είσαι φαφλατάς, κι' αυτά 'στόν κόσμον γίνονται για νάχης να 'ρωτάς».

Τράβηξα στο σπίτι, στη γρηά. Μην τα ρωτάς ύστερα... Πήρε ένα βαρύν αναστεναγμό. Ο σύντροφός του τον κύτταζε στα μάτια. Τα δυο γέρικα κεφάλια κόντευαν να τρακάρουν. — Τέτοια ώρα τέτοια λόγια, ξαναείπε. — Γιατί δεν την έπαιρνες, Δημητρό, να τελείωσης; — Γιατί, λέει; Ούτε το διάβολο ναπαντήσης ούτε το σταυρό σου να κάνης. «Το Μοσχαδώ σ' αγαπάει.

Βρέθηκε να τους ανταμώσω πέρσι στο Παρίσι, πού και πώς μη ρωτάς. Είχα να τους διώ από τα παιδιακήσια μου χρόνια στην Πόλη. Είναι σήμερα σωστοί πέντε μήνες, την ίδια μέρα και με το ίδιο ταχυδρομείο, στις εντεκάμισυ το πρωί, στην εξοχή, έλαβα δυο πλίκους και μέσα στον κάθε πλίκο λίγες κόλλες χαρτί. Είταν του καθενός η ιστορία γραμμένη από το χέρι του. Σου στέλνω τη μια και την άλλη.