Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 6 Ιουνίου 2025


»Μα δεν πρέπει να με ρωτάς γι' αυτό, γιατί δεν μπορώ να σου απαντήσω. Αν μπορούσα, ω αν μπορούσα, τότε θα στέγνωναν από μόνα τους τα δάκρυά μου. Ίσως να μην είναι τίποτε, ίσως να είναι μόνο και μόνο γιατί είμαι πολύ ευτυχισμένη.

Αι, πως σου φαίνεται; Είχα δίκιο ή όχι; Είδες τέτοιο λεβέντη εσύ ποτέ σου; Δέσπω. Καλός κι' άγιος μου φαίνεται, Κωσταντή μου. Αν το ρωτάς όμως αυτό για την Αρετούλα, σα δύσκολο το βλέπω, ν' αφήση μαθές τη Βαβυλώνα και τις αρχοντιές του και νάρθη να φυλακιστή στο χωριό μας. Κωστ. Νάρθη και να φυλακιστή!

Απ' το χέρι σου και με ρόδα; τι καλήτερο θάψιμο· του είπε ασημογελώντας εκείνη. — Θα σε θάψω για να σ' αναστήσω ομορφότερη. — Σου είπα· για τέτοιο νεκροθάφτη ήθελα να πέθαινα χίλιες φορές... Δε μου λες· επρόσθεσε αμέσως στα σοβαρά· οι σοφοί αυτού είνε; — Εδώ· ριγμένοι στα βιβλία τους. — Κι ο Αριστόδημος ; — Κι ο Αριστόδημος. Γιατί ρωτάς;

Ο κόσμος δε με χωρούσε. Ίσια στο σπίτι μας τράβηξα. Βρήκα μεγάλο κοκκινοβαμμένο αρχοντόσπιτο στον τόπο του! Δεν το βρήκα το περιβόλι μας. Απέραντη αυλή αντίς περιβόλι, και μέσα της ζαπτιέδες! Κονάκι τόκαμαν ταγαπημένο το σπίτι μας! Πώς έπεσε στα χέρια των έξ' απ' εδώ αφού ξενιτεύτηκα, μη ρωτάς.

Βλέποντας μέσα μια όψη κουρασμένη, μου φαίνεσαι πως θλίβεσαι διπλά, σα να ρωτάς: Χαρά στη γη δε μένει; ο αγώνας δε θερμαίνει την καρδιά; Και πιο πολύ πονείς γιατί μαζί σου τη λαχτάρα σου πήρες, την ορμή σου.

Δεν ήξερε το γιατί, αλλά μπροστά στη μιζέρια του υπηρέτη ένοιωσε ξαφνικά δυνατός και μοχθηρός. «Σ’ εμένα ρωτάς το «λοιπόν;». Εγώ σου το ρωτάω. Τι καινούργιο υπάρχει που σε σπρώχνει να με ακολουθήσεις; Ήρθες ν’ αγοράσεις κρασί για το γάμο της θείας Νοέμι;» «Να σέβεσαι τις θείες σου! Δε θα τις ξαναδείς πια. Η ντόνα Ρουθ πέθανε

Λέει με στίχους τον τρόπο και τον καιρό που έπρεπε να σπέρνουν και να θερίζουν οι παλιοί μας. — Έσπερναν λοιπόν κ' εκείνοι; ρώτησε ο νέος με παιδιάτικη αφέλεια. Η κόρη τον κύτταξε κατάματα για να μάθη αν της μιλούσε σοβαρά. — Έχεις δίκιο· είπε σε λίγο κουνώντας το κεφάλι της· θα μαίνουμαι μάλιστα πώς δε ρωτάς κι αν έτρωγαν ακόμη.

Ωστόσο τη ρωτούσα και πολλές φορές μπορούσε να μου χαμογελά με μια τέτοιαν έκφραση, σα να έτρεχε η ψυχή της μακριά, με μιαν έκφραση, που μου βασανίζει ακόμα την ανάμνηση, γιατί ίσια ίσια αυτή η έκφραση είταν εκείνο, που προσπάθησα να νικήσω τόσα χρόνια κι ωστόσο κυριάρχησε και με νίκησε. — Δεν πρέπει να με ρωτάς, μου είπε μια φορά. Δεν το γνωρίζω και γω τι είναι.

Τι γυρεύεις, τι θέλεις μη και συ το γνωρίζεις; κι έχεις πιάσει ποτέ σου το τι κυνηγάς; μη όπου σπέρνεις καλό το κακό δε θερίζεις, δε σκοντάβεις σε ρώτημα σ' ότι ρωτάς; Κι ό τι σ' έχει μαγέψει κι ό τι σου έχει γελάσει το έχεις μόνος κερδίσει, μοναχός ετοιμάσει;

Τότες απάντησε η θεά, η μαρμαρόκορφη Ήρα «Θέμη θεά, μην τα ρωτάς! Κι' εσύ εκείνου την ξέρεις τη γνώμη τι είναι, ανήμερη δίχως ψηφιά και σπλάχνος.

Λέξη Της Ημέρας

λογαριαστήκαμε

Άλλοι Ψάχνουν