Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 6 Ιουνίου 2025


Ο είς των χωρικών εχειρονόμει, κ' εδείκνυε προς τα εκεί, και ισχυρίζετο ότι το χωράφιον το ιδικόν του είχε σύνορον ακριβώς τον τρίτον βράχον προς τα δεξιά. — Εγώ το ηύρα παππουδικό μου, έλεγε· δε ρωτάς και το Γιάννη της Ψαροδήμαινας, που είμαστε γειτόνοι, εδώ και τριάντα χρόνια...

Μα και να τις έβλεπα, θα τους έβγαζα μα την αλήθεια το σκούφο μου, κι όχι από κοινή ευγένεια, παρ' από σέβας, που γεννούν τέτοιους δράκους. Ας είνε. Από την Κάντανο τραβήξαμε σύνταχα το πρωί δυτικά, κατά τα Κισαμιώτικα τα χωριά. Ποια χωριά είδαμε, μη ρωτάς.

Εδώ είσαι, μπάρμπ’-Αλέξανδρε; — Εδώ. Μοναχός σου ήρθες; πού είνε η παρέα σου; — Μ' εγέλασε . . . Μην τα ρωτάς, μπάρμπ’-Αλέξανδρε. Όσα τροπάρια είξερακαι ξέρω πολλά ολίγαόλα τα είπα στον δρόμον. — Γιατί; φοβήθηκες; — Κρότιζε ο τόπος. Εσένα δεν σ' έμελε; — Όχι τόσο. Απ' του Βαραντά ήρθες; — Απ' το Πετράλωνο. Εσύ απ' του Βαραντά; — Ναι. — Δεν εφοβήθηκες, εκεί στο ρέμμα;

Κάτι πολλά ρωτάς, κυρά, μας σκότισες· είπε λαβούσα τον λόγον η Δημητρούλα, η κόρη της Γιάνναινας. — Σώπα συ, την επέπληξεν η μάνα της. — Θέλω να τον περιμένω εδώ, ως που νάρθη, είπεν η ξένη. Αι γυναίκες δεν απήντησαν. — Εγώ είμ' εξαδέλφη του, προσέθηκεν η νεωστί ελθούσα. — Δεν μας μέλει πως είσαι ξαδέρφη του, εμορμύρισεν η Δημητρούλα. — Τι είπες, κυρά; — Τίποτε.

Κιόταν έφευγε, τον ακολούθησε και τούπε: — Δε μου λες, δάσκαλε, κιαμιά γυναίκα δε φαίνεται στα χαρτιά σου κοντά στο παιδί μου; — Δεν ήθελα, μπρε, να σου το πω· μα μια και με ρωτάς, θα σου πω την πάσαν αλήθεια. Κοντά στη μοίρα του παιδιού σου είδα να στέκη μια γυναίκα, μακρά κιαδύναμη. Ο μοιράρης, ως χωριανός, βέβαια κάτι θάξερε για το μάλωμα της μάνας μου και της κόρης του Δεσποινιού.

Η Αϊμά ήτο εν τω κήπω. Οι δύο νεαροί Γύφτοι ήσαν εν τη καλύβη και διηυθέτουν τα εργαλεία, Ηκούετο ο συριγμός του Μάχτου, και το άσμα του Βούγκου «Εσύ πεθαίνεις, μάστορη». Η γραία γύφτισσα εκάθητο αντικρύ του συζύγου της, όστις ηκούετο γογγύζων. — Τι να φάμε απόψε; έλεγεν η γραία. — Εμένα ρωτάς; εγόγγυζεν ο γέρος. Γμου!... Γρου!... — Δεν έχομε τίποτα, είπεν αύθις η γυφτισσα.

Ο ήρως εγέλασε. — Με είδες στην Κρήτη, αλλά δεν με είδες στο Βελεστίνο. Αν θέλης ρωτάς και το στρατηγό, που με είδε. — Μα πήγες αλήθεια στο Βελεστίνο; Έλα, την αλήθεια, στη μπαρούτη που φάγαμε! — Εγώ δε θυμούμαι να πήγα. Μα σαν το θυμάται ο στρατηγός, ποιόν να πιστέψωμε;

Τότε απαντάει ο Δόλονας, ο γιος του Καλογνώμη «Μετά χαράς σου, θα σ' την πω εγώ όλη την αλήθια. Κοντά στον τάφο ο Εχτορας του θεογέννητου Ίλου χώρια έχει τώρα συντυχιά με τους αρχόντους όλους 415 μακριά απ' τους κρότους· κι' οι φρουρές που με ρωτάς, αφέντη, καμιά ταγμένη επίτηδες δε μας φρουράει τ' ασκέρι.

Και τούτο είν' αληθινό ή άδικα το λένε; ΚΡΕΟΥΣΑ Για ποιό ρωτάς; μένει καιρός να σου το ειπώ τούτο. ΙΩΝ Αν ο πατέρας σου Ερεχθεύς της αδελφές σου εσκότωσε. ΚΡΕΟΥΣΑ Να σώση την πατρίδα του εσκότωσε της κόρες. ΙΩΝ Και πως εσώθης μόνο εσύ από της αδελφές σου; ΚΡΕΟΥΣΑ Είχα παιδί στην αγκαλιά, κ' είχα μητέρα γίνη. ΙΩΝ Αλήθεια τον πατέρα σου πως τον κατάπιε η γη;

Λέξη Της Ημέρας

λογαριαστήκαμε

Άλλοι Ψάχνουν