United States or British Indian Ocean Territory ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ξηρές κι ολόγυμνες η κορυφές τούτες, δίχως κλαρί, δίχως φυτιά, σαν καψαλισμένες από την πολλή μπαρούτη που κάηκε απάνω τους, ερροδοβάφοντο, σα να κοκκίνιζαν παρθενικά στα φιλήματα του ερωτεμένου ηλιού, σα νάνοιωθαν κάποια ζωή νιότικη μέσα τους, σα νάθελαν να δείξουν ότι ποτέ δε γεράζουν τα βουνά ταύτα, ότι χτυπάει μέσα τους πάντα λεβέντικη καρδιά κι ανυπόταχτη, και βράζει μέγας θυμός κι απάτητος.

Ήτο εύθυμος και αγαθός, διό και κατά τας τραγικάς εκείνας στιγμάς το σάλπισμά του είχε κάτι τι από την παιδικήν του ευθυμίαν και από το αιώνιον μειδίαμα των λευκών του οδόντων. — Γεια σου, Αράπη! του εφώναζαν εις έκαστον σάλπισμα από τα τείχη της μονής. Τινές δε και του απηύθυνον αστεϊσμούς: — Δεν πας να νιφθής, μωρέ; Από την μπαρούτη έχεις γίνει σαν αράπης.

Υπεσχέθην, αλλ' ελησμόνησα την υπόσχεσίν μου. Τον συνήντησα εκ νέου και μου παρεπονέθη ότι τον ελησμόνησα. Άλλην δε ημέραν, καθ' ην με είδε διερχόμενον εις το αυτό μέρος και η δούλα ήτο πάλιν εις το παράθυρον, μου εφώναξεν εξ αποστάσεως: — Ακόμη να γράψης για το θέατρο. Κάμε μου τη χάρι να γράψης δυο λόγια. Στη μπαρούτη πούχομε φάει μαζή στην Κρήτη!

Κοντά ο ναύκληρος εγέμιζε βιαστικά το σκουριασμένο τρομπόνι, ρίχνοντας στην άδροση γαστέρα του με τη μπαρούτη χίλιων λογιών παλιόκαρφα και μολύβια. Και τριγύρω οι άλλοι ναύτες, σταυροχεριασμένοι, άφωνοι, εκύταζαν πότε τον ουρανό, πότε τη θάλασσα με την αδιαφορία ενός μοιρολάτρη.

Ο ήρως εγέλασε. — Με είδες στην Κρήτη, αλλά δεν με είδες στο Βελεστίνο. Αν θέλης ρωτάς και το στρατηγό, που με είδε. — Μα πήγες αλήθεια στο Βελεστίνο; Έλα, την αλήθεια, στη μπαρούτη που φάγαμε! — Εγώ δε θυμούμαι να πήγα. Μα σαν το θυμάται ο στρατηγός, ποιόν να πιστέψωμε;