United States or Guyana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και αυτού εις τα μεσάνυχτα επέρασεν από σιμά της ένας κλέπτης Αράπης καβαλλάρης εις ένα άλογον. Αυτή βλέποντάς τον που απερνά του είπεν· όποιος και αν είσαι, σε εξορκίζω να με ελευθερώσης από τον θάνατον· με έθαψαν αδίκως ζωντανήν· δια το όνομα του θεού, ευσπλαγχνίσου με.

Και όταν εξεσκέπασαν το πρόσωπόν των και έβγαλαν τους φερετζέδες, ήσαν οι δέκα γυναίκες, και οι άλλοι δέκα αράπηδες, και καθένας εκρατούσε από το χέρι την αγαπητικήν του· και τότε η βασίλισσα εκτύπησε τα χέρια και εφώναξε· Μασούδ, Μασούδ, και ιδού κατέβη από ένα δένδρον ένας άλλος αράπης και έτρεξεν εις την βασίλισσαν και την αγκάλιασεν, ως αγαπητικός της.

Όχι απεκρίθη η βασίλισσα· εγώ δεν θέλω να του σηκώσης την ζωήν· επειδή και μου ωμολόγησε το σφάλμα του, θέλω να τον συμπαθήσω και να τον ιατρεύσω. Και ούτως λέγοντας επρόσταξε την Χαλίκ να του δώση το ιατρικόν, και παίρνοντάς το δεν επέρασε πολύ που ο Αράπης εξανάλαβε την κίνησιν του κορμιού του.

Ως τόσο, ψυχή πουθενά. Εξόν ο Αράπης εκείνος, που δέκα ύπνους κοιμάται απάνω στην πλάκα, στο πρώτο σκαλοπάτι γερμένος. Τι να τον κάνουμε τον Αράπη! Ως κι αγάπης όνειρο να γενούμε, και μέσα στο σκοτεινό του κεφάλι ναστράψουμε, πάλι αυτός θα κοιμάται! Ας περάσουμε καλλίτερα, κι ας ανέβουμε την τετράπλατη σκάλα που μας φέρνει στο μπέηκο το χαγιάτι. Παράξενο σπίτι!

Αχ, ταλαίπωρη, της λέγει, με τέτοιον τρόπον ανταμοίβεις τους νόμους της φιλοξενίας; διά ποίαν αιτίαν έχυσες το αίμα του υιού μου; τι σου έκαμεν ετούτο, το άκακον και του εσήκωσες την ζωήν; απάνθρωπη, τες χάρες που σου έκαμα έτσι με ανταμείβεις; Ω αυθέντη μου, του λέγει ο σκλάβος· και τι χρεία είνε να της μιλής αυτή της άνομης με τέτοιον τρόπον, είσαι ευχαριστημένος μόνον να την ονειδίσης; βάψε καλύτερα εις το στήθος της αυτό το μαχαίρι με το οποίον εσήκωσε την ζωήν του βρέφους σου και αν δεν θέλης του λόγου σου να κάμης αυτήν την εκδίκησιν, άφες εμένα να την παιδεύσω καθώς της πρέπει, και έτσι λέγοντας παίρνει το μαχαίρι και εστέκετο να το χώση εις την καρδίαν της Ρεσπίνας, η οποία ήτο τόσον έξω από τον εαυτόν της δι' αυτήν την συκοφαντίαν, που της έρριχναν επάνω της, ώστε δεν ημπορούσε να ειπή λόγον και ούτε ημπορούσε να δικαιολογηθή· και ο σκλάβος εκεί που ήθελε να την βαρέση του εκράτησε το χέρι ο Αράπης.

Την αυτήν απάντησιν έδωκε και ο Βασίλης Αράπης ο σαλπιγκτής, είς στρατιώτης του ιππικού ονόματι Σπύρος και ο εκ Ρεθύμνου Νικόλαος Γαληνάκης. Εις την ακολουθίαν του Πασά ήτο αγαθός τις Μωαμεθανός Ρεθύμνιος, όστις εγνώριζε τον Γαληνάκην, ως κάτοικον Ρεθύμνου. Γνωρίζων δε ότι οι εθελονταί θα εθανατώνοντο, ηθέλησε να τον σώση.

Ένας Αράπης σκλάβος του κλέπτη, και κυβερνήτης των αλόγων του, εθεώρησε με μιαρόν μάτι την Ρεσπίναν. Ω πόσον είνε αυτή εύμορφη, είπεν ανάμεσόν του, και πόσον ευτυχισμένος ήθελα είμαι αν την ήθελα κάμη να με αγαπήση. Τέτοιες ελπίδες αύξησαν την αγάπην του εις τρόπον που απεφάσισε να την φανερώση εις αυτήν.

Ο Αράπης αφέντης του είχεν ένα μικρό παιδί εις την σαρμανίτσαν, το οποίον το αγαπούοε τόσον αυτός ωσάν και η μητέρα του καταπολλά.

Εις τα σχήματα και τας γραμμάς των βράχων εύρισκεν ομοιότητας προς τας φυσιογνωμίας αυτών. Ούτω επί μεγάλης πλάκας, ήτις εστέκετο απέναντι της μάνδρας, έβλεπε την μορφήν μιας γειτόνισσάς των, της Πετρογιάνναινας. Άλλος βράχος υψηλότερα, μαύρος, του εφαίνετο απαράλλακτος ο Τζαμπότζας ο αράπης, που εγύριζεν από πόρτα σε πόρτα κεδιακόνευε. Και ήτο μία από τας διασκεδάσεις του να τον πετροβολά.

Αυτοί μας επαράστησαν έμπροσθεν του βασιλέως, ο οποίος είχε τον θρόνον του καμωμένον από τσόφλια στρειδιών και αχιβαδιών, και εφαίνονταν πως ήτον ωσάν μέσα εις ένα σπήλαιον. Αυτός ο βασιλεύς ήτον ένας Αράπης πολλά άσχημος, μέγας ωσάν ένας γίγαντας, και εφαίνετο καθολικά ωσάν ένα δαιμόνιον.