United States or Rwanda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αχ, ταλαίπωρη, της λέγει, με τέτοιον τρόπον ανταμοίβεις τους νόμους της φιλοξενίας; διά ποίαν αιτίαν έχυσες το αίμα του υιού μου; τι σου έκαμεν ετούτο, το άκακον και του εσήκωσες την ζωήν; απάνθρωπη, τες χάρες που σου έκαμα έτσι με ανταμείβεις; Ω αυθέντη μου, του λέγει ο σκλάβος· και τι χρεία είνε να της μιλής αυτή της άνομης με τέτοιον τρόπον, είσαι ευχαριστημένος μόνον να την ονειδίσης; βάψε καλύτερα εις το στήθος της αυτό το μαχαίρι με το οποίον εσήκωσε την ζωήν του βρέφους σου και αν δεν θέλης του λόγου σου να κάμης αυτήν την εκδίκησιν, άφες εμένα να την παιδεύσω καθώς της πρέπει, και έτσι λέγοντας παίρνει το μαχαίρι και εστέκετο να το χώση εις την καρδίαν της Ρεσπίνας, η οποία ήτο τόσον έξω από τον εαυτόν της δι' αυτήν την συκοφαντίαν, που της έρριχναν επάνω της, ώστε δεν ημπορούσε να ειπή λόγον και ούτε ημπορούσε να δικαιολογηθή· και ο σκλάβος εκεί που ήθελε να την βαρέση του εκράτησε το χέρι ο Αράπης.

Ω Κεριστάνη απάνθρωπη, ημπορείς να στοχασθής, αν εγώ ημπορώ να υποχρεωθώ εις όλα σου τα σκληρά καμώματα, χωρίς να μη σε ονειδίσω; όχι, εις πείσμα όλης της αγάπης, που έχω προς εσένα, είναι αδύνατον να ημπορέσω να συνηθίσω εις τους νόμους σου.

Δεν είτανε μήτε το πιστόλι, μήτε τη ζωή του που συλλογίστηκε ο Μιχάλης. Συλλογίστηκε πρώτα πρώτα τη Βασιλική του ο δύστυχος. Την ανυποψίαστη τη γυναίκα του, που μήτε να τηνε δη δε γύρισε τρέχοντας νανταμώση τον αδερφό του. Μάρμαρο έμεινε ο Μιχάλης. Λες και τονε μάγεψε ο Δημήτρης με την παγωμένη ματιά του, με την απάνθρωπή του φωνή.

Μα τόρα δεν έβλεπα εκεί παρά του καταποντισμού μας την εικόνα, τη θλίψι και την απελπισία των συγγενών μας και ανεμοκλωσμένη την απάνθρωπη φωνή του καπετάνιου, που με το ρέκασμα του κυμάτου και το μούγκρισμα του ανέμου αδερφωμένη μας ευχόταν: — Στην άλλη ζωή!... στην άλλη ζωή!...

Ετούτο το παράδοξον θέαμα, δεν επροξένησεν ολίγην λύπην εις τον βασιλέα, μα ό,τι λογής και αν ήτον ο πόνος του διά τον χαμόν του υιού του, ενθυμήθη εν τω άμα το τάξιμον που έκαμε, και εκατάπιε την θλίψιν του, φυλάγοντάς την σιωπήν· όθεν χωρίς να της ειπή τίποτε ετραβήχθη εις τον χοντζερέ του, και εκεί εδόθη εις το να κλαίη, λέγοντας· δεν είμαι εγώ δυστυχής; ο ουρανός μου έδωσεν ένα υιόν, και βλέπω που με τα χέρια της η μητέρα του τον ρίχνει εις την φωτιάν και ακόμη μου είνε εμποδισμένον να μιλήσω διά ένα κάμωμα τόσον σκληρόν; ω μητέρα απάνθρωπη, και βάρβαρη· μα, ας σιωπήσω, ακολούθησεν, ημπορώ να αγανακτήσω την βασίλισσαν φανερώνοντας την θλίψιν μου· αλλά πρέπει να υπομείνω δυναστικώς, και αντίς να κατηγορήσω το άνομον κάμωμά της, ας ειπώ πως η βασίλισσα δεν κάνει τίποτε χωρίς δικαιολόγημα.

Κι αυτός της αποκρίθηκε: «Απάνθρωπη Αφροδίτη, που σε μισούν οι άνθρωποι κι οργίζονται μαζί σου· λες τάχα να φοβώμαστε πράγματα τιποτένια; αι! και νεκρός τον Έρωτα θα τυραγνάη ο Δάφνις». Μούσες, και πάλι αρχίσετε βουκολικό τραγούδι. «Σύρε να βρης τον Άδωνι, τον ώμορφο Άδωνί σου, σύρε στην Ίδη να τον βρης που βόσκει το κοπάδι.