United States or Tonga ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τι κάνεις; του λέγει ο σκλάβος, θέλεις να με εμποδίσης από το να παιδεύσω αυτήν την άνομον; άφησε να παστρέψω την γην από μίαν θηριόγνωμην, που με καιρόν ημπορεί να κάμη και άλλα μεγαλύτερα ανομήματα.

Ο βεζύρης πατέρας της την κράζει μίαν ημέραν εις τον οντάν του και της λέγει· Θυγατέρα μου, έχω χρείαν μεγάλην από λόγου σου, διά την οποίαν θέλω να στολισθής και να καλλωπισθής καλύτερα, όσον ημπορέσης· και ύστερον να πας εις το σπήτι του Αμπτούλ, διά να τον κάμης με κάθε τρόπον να σου δείξη τον θησαυρόν του, πού τον έχει κρυμμένον· Η Μπάλχω ωσάν φρόνιμη, που ήτον, εναντιώθη πολλά εις την βδελυράν απόφασιν του πατρός της· μα αυτός ο βάρβαρος την εβίασε τόσον, που δεν ημπόρεσε να κάμη αλλέως παρά να του υπακούση εις την άνομόν του βουλήν και με δάκρυα εις τα μάτια επήγε και εστολίσθη, καλύτερον όσον ημπορούσε, εκεί που δεν είχε τόσην χρείαν από καλλωπισμόν, με το να ήταν πολλά ωραία.

Ο πατήρ μου που ηξεύρει πως έχεις ένα θησαυρόν κρυμμένον, ηθέλησε να μεταχειρισθη εμένα διά να ξανοίξω τον τόπον που είνε· με επρόσταξε στανικώς διά να πασχίσω με κάθε λογής τρόπον, θυσιάζοντάς την τιμήν μου, αν κάμη χρεία, να σε κάμω να μου τον φανερώσης· εγώ του εναντιώθηκα εις τούτην την άνομον προσταγήν, μα χωρίς να κατορθώσω τίποτε, επειδή και αυτός μου είπεν αποφασιστικώς πως θέλει με φονεύσει με τας χείρας του, αν δεν ήθελα τον υπακούσει· και ούτω βιαζομένη ήλθα εις τούτον τον τόπον εις εσένα, να σου ομολογήσω πως το κάνω με μεγάλον πόνον.

Αλλά η νίκη δεν ημπορούσε να ήναι και θρίαμβος· εάν ο Αμλέτος επέτυχε να φέρη την μητέρα του εις συναίσθησιν της ηθικής πτώσεώς της, όμως δεν εδυνήθη να την κάμη να αποστραφή τον κακούργον, να φύγη από την άνομον κλίνην, να εύρη εις τον εαυτόν της μίαν ευτυχή γενναίαν ορμήν ώστε να ρίψη πέρα το χειρότερο μέρος της καρδίας της διά να ζήση καθαρώτερη με το άλλο . Όταν η Γελτρούδη, αν και ο υιός της της εδίδαξε τον τρόπον του εξαγνισμού, προφέρει την ερώτησιν· τι θα κάμω ; ο Αμλέτος πείθεται πλέον ότι η ηθική της ατονία δεν έχει θεραπείαν, και τόσον απελπίζεται, ώστε διά μίαν στιγμήν πιστεύει ότι αύτη δύναται να λησμονήση την μητρικήν αγάπην και να προδώση τον υιόν της εις τον σατανικόν διαφθορέα της.

Ημείς ακολουθήσαμε να πίνωμεν έως τα μεσάνυκτα· και αφού ετελειώσαμεν τον έφερα εις ένα οντάν διά να αναπαυθή εκείνην την νύκτα, και εγώ επήγα εις άλλον διά να κάμω το όμοιον. Και τον καιρόν που εκοιμώμουν με ένα γλυκύτατον ύπνον, ιδού και έρχεται η κυρά μετά μεγάλης βίας και με εξύπνησε λέγοντας· σήκω, ω νέε, να ιδής τον φίλον σου κυλισμένον εις το άνομον αίμα του.

40. »Εν τούτοις και σήμερον ακόμη, ω πάντων ασυνετώτατοι, είσθε ή οι τυφλότεροι πάντων των γνωστών εις εμέ Ελλήνων μη εννοούντες το άνομον των σχεδίων σας, ή αδικώτατοι εννοούντες και επιμένοντες εις την τόλμην σας.

Καταλαμβάνω καλώτατα την υπόθεσιν διά την οποίαν ήλθες· εσύ έρχεσαι εδώ από όνομα του παρανόμου αυθέντος σου διά να μου αναγγείλης πως αυτός κρατεί εις το παλάτι του την θυγατέρα μου εναντίον κάθε δικαιοσύνης, μα θέλει το μετανοήσει πολλά ογλήγορα διά την εντροπήν που μου έκαμε· και διά να κάμω αρχήν του θυμού μου, προστάζω να σου κόψουν το κεφάλι, και ελπίζω ότι με τούτον τον τρόπον θα μεταχειρισθώ και τον άνομον αυθέντην σου, που διά μέσον της μαγικής τέχνης κανενός θανατηφόρου μάγου μου άρπαξε την θυγατέρα, και έκαμε αυτήν την ατιμίαν εις το παλάτι μου.

Την έπαρσίν σου τιμωρώ, κ' ιδού η πληρωμή σου Πέντε και μόνον ημερών σου δίδω προθεσμίαν να πορισθής τα χρήσιμα εις τα δεινά του βίου, εις δε την έκτην γύρισε την μισητήν σου ράχην και φύγε απ' το κράτος μου. Εάν εις την δεκάτην εδώ ακόμη ευρεθή, εις το βασίλειόν μου, το άνομον κ' εξόριστον κορμί σου, θάνατός σου θα είν' εκείνη η στιγμή! Να φύγης!

Μήπως γνωρίζεις την γενεάν όπου κρατιέσαι; Δεν ξέρεις ότι μισητός στους συγγενείς σου τους πεθαμένους έλαχες και σ’ όσους ζούνε, και πως διπλή φρικτότατη των γονέων κατάρα από τας Θήβας, άθλιε, θα σε μακρύνη; Εσένα που καμώνεσαι γι’ ανοιχτομάτης, ποιος τόπος από την φωνήν δεν θ’ αντηχήση την εδική σου; ποιο βουνό, ποιος άλλος Κιθαιρών τέτοιον άνομον που έκαμες γάμον και μπήκες καλοτάξιδος σ’ αυτό το σπίτι; Αλλ’ ούτε των άλλων σου κακών το πλήθος γνωρίζεις που σε κάμνουνε με τα παιδιά σου ίσον.

Αν εις την δυστυχίαν μου είχα κάποιαν άνεσιν εις το να ευρίσκωμαι σιμά εις την αγάπην μου το επλήρωνα πολλά ακριβόν, οπόταν έβλεπα τον άνομον Δερβύσην να έρχεται με την μορφήν μου προς αυτήν, και να την χαίρεται ο μιαρός. Τι ανυπόφερτη δυστυχία και θλίψις! οπόταν το ενθυμούμαι όλος τρέμω.