United States or Guatemala ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο δε βασιλεύς της εδιηγήθη ευθύς, λέγων, πηγαινάμενος εις τον οντάν της γυναικός μου, την ηύρα με έναν που με επαρομοίαζεν· εγώ βλέποντάς τους έβγαλα το σπαθί μου να τους θανατώσω· αλλ' ο άνδρας επρόφθασε και έφυγε.

Ο βεζύρης πατέρας της την κράζει μίαν ημέραν εις τον οντάν του και της λέγει· Θυγατέρα μου, έχω χρείαν μεγάλην από λόγου σου, διά την οποίαν θέλω να στολισθής και να καλλωπισθής καλύτερα, όσον ημπορέσης· και ύστερον να πας εις το σπήτι του Αμπτούλ, διά να τον κάμης με κάθε τρόπον να σου δείξη τον θησαυρόν του, πού τον έχει κρυμμένον· Η Μπάλχω ωσάν φρόνιμη, που ήτον, εναντιώθη πολλά εις την βδελυράν απόφασιν του πατρός της· μα αυτός ο βάρβαρος την εβίασε τόσον, που δεν ημπόρεσε να κάμη αλλέως παρά να του υπακούση εις την άνομόν του βουλήν και με δάκρυα εις τα μάτια επήγε και εστολίσθη, καλύτερον όσον ημπορούσε, εκεί που δεν είχε τόσην χρείαν από καλλωπισμόν, με το να ήταν πολλά ωραία.

Και δε μου λες γιάειντα κλαις; Γιατί δε σ' αφήκα να κάνης τον μωρό, να σε χαϊδεύουνε, σαν όνταν εκατουργιούσουν απάνω σου; Είδες, μωρέ, άλλο τω χρονώ σου να τόνε βάνουν οι κοπελιές στην ποδιά τως; Δε θωρείς το μπόι σου; Εσύ 'σαι, μωρέ, μπλειο ντελικανής και θα σε παίζουν ακόμ' οι κοπελιές, σα μωρό, να σου λένε πως σαγαπούνε και πως θα τσι πάρης; Κρίμας και τα γράμματα πούχεις μαθωμένα!

Εστάθη μέγας ο θαυμασμός του Αμπτούλ, εις τα όσα το παιδί του εδιηγήθη, και γεμάτος από χαράν ήλθεν εις τον οντάν, όπου εκάθητο ο Καλίφης.

Εγώ μην έχοντάς τον τρόπον διά να φύγω, επειδή και η τριχιά ήτον εις τον άλλον οντάν, επήγα και εκρύφθηκα υποκάτω εις το θρονί· και η Δαρδανέ επήγε και άνοιξε την θύραν και ευθύς εμπήκεν ο Σουλτάνος με πλήθος ευνούχων και δούλων και ωσάν την είδεν εφώναξεν· ω δυστυχισμένη, ποίος άνθρωπος ευρίσκεται εδώ μαζί σου; οι φύλακες του παλατίου μου είδαν πως ανέβη ένας εδώ και εμπήκεν από το παραθύρι.

Ημείς ακολουθήσαμε να πίνωμεν έως τα μεσάνυκτα· και αφού ετελειώσαμεν τον έφερα εις ένα οντάν διά να αναπαυθή εκείνην την νύκτα, και εγώ επήγα εις άλλον διά να κάμω το όμοιον. Και τον καιρόν που εκοιμώμουν με ένα γλυκύτατον ύπνον, ιδού και έρχεται η κυρά μετά μεγάλης βίας και με εξύπνησε λέγοντας· σήκω, ω νέε, να ιδής τον φίλον σου κυλισμένον εις το άνομον αίμα του.

Και το Βαγγελιό: — Να, είπε, εδά' σαι άντρας! Κείντα γλυκιά που φιλείς, κανακάρη μου! Με κύταξε καλά καλά, για να δη, φαίνεται, τη μεταβολή πούχα πάρει από την ηλικία, κατά το διάστημα πούλειπα. Και μουρμούρισε, σα να μονολογούσε: — Όλο και μεγαλόνει. Έπειτα ευθύς μούπε: — Οψές, όνταν ήμαθα πως ήρθες, ανήμενα να φανής, αν και κάτεχα πως δε θαρχόσου...γιατί δε θα σαφήνανε ναρθής.

Εγώ ωσάν τον είδα ευθύς ελευθερώθηκα από την ασθένειάν μου, και έξω από την ευχαρίστησιν που έλαβα να τον ιδώ και αυτόν να μείνη γεμάτος από ευχαρίστησιν διά ένα τέτοιο ευτυχισμένον του συναπάντημα· και αφού τον εκράτησα μερικές ημέρες κλεισμένον εις ένα μου οντάν, η βάγια μου πάλιν τον έβγαλεν από το σαράγι μου με την ίδιαν ευκολίαν που τον είχεν εμπάσει, και ούτως οπόταν ήθελα έκανα και μου τον έφερνεν η βάγια μου με αυτόν τον τρόπον, και εχαιρόμασθε μαζί διά πολύν καιρόν.