United States or Wallis and Futuna ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μ' αυτό την αμαρτίαν Των ιδικών μου των χειλιών την σβύνουν τα 'δικά σου. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Μένειτα χείλη μου λοιπόν το κρίμα που επήραν. ΡΩΜΑΙΟΣ Το κρίμ' από τα χείλη μου; Το μάλλωμα μ' ευφραίνει. Δος μου το 'πίσω το λοιπόν. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Φιλείς 'σαν κομπολόγι . ΠΑΡΑΜΑΝΑ Κυρία, η μητέρα σου να σου 'μιλήση θέλει. ΡΩΜΑΙΟΣ Ποια είναι η μητέρα της; ΠΑΡΑΜΑΝΑ Καλόν μου παλλικάρι, είν' η κυρία του σπιτιού.

Το κατεφίλει παντού, επί του κοντακίου, επί της κάνης, επί του λύκου, επί των παφηλίων· το έσφιγγε σπασμωδικώς επί της καρδίας της· το εψηλάφει, απαλά απαλά, φοβουμένη μήπως πονέση, και του ωμίλει ενίοτε ως να ήτο έμψυχον. — Δε φιλείς και τον γιο σου, κυρά; είπεν εις αυτήν ο Μακρής. Η Μαλάμω εστάθη εις την φωνήν, ωσεί τότε εξυπνήσασα.

Αλλά τώρα που έγεινα πανί με πανί, επήρες αγαπητικό τον Βιθυνόν έμπορον κι' εμένα με αφήνεις έξω να κλαίω 'μπρός στην πόρτα σου την ώρα που εκείνον τον έχεις στην αγκαλιά σου και τον φιλείς και περνάτε την νύκτα μαζή και λες μάλιστα ότι είσαι και γκαστρωμένη απ' αυτόν. ΜΥΡΤΑΛΗ. Μούρχεται να σκάσω, Δωρίων, όταν σ' ακούω να λες ότι μου έστελνες πολλά και ότι εφτώχυνες εξ αιτίας μου.

Τη γλώσσα που σήμερα λαλεί, την έχει από τα χρόνια τα παλιά, από τους αρχαίους την άκουσε, την πήρε, μπορώ να πω, μέσα από των αρχαίων το στόμα. Κι από πού το βλέπουμε; Από τους τύπους που συνηθίζει η γλώσσα μας ακόμη και σήμερα. Ο καθένας διάβασε στη γραμματική, μερικοί μάλιστα έμαθαν απ' όξω τα συνηρημένα ρήματα και κλίνουν το φιλέ-ω, φιλώ, φιλέ-εις, φιλείς, φιλέ-ει, φιλεί.

Το μήνυμα τούτο ήτο, «Κύριε, ον φιλείς ασθενεί». Ο Λάζαρος ήτο ο μόνος στενός φίλος τον οποίον είχεν ο Ιησούς έξω του κύκλου των Αποστόλων Του, και το επήγον άγγελμα ήτο προφανώς πρόσκλησις όπως έλθη Εκείνος ενώπιόν του οποίου, εφ' όσον γνωρίζομεν, δεν συνέβη επιθανάτιος σκηνή. Αλλ' ο Ιησούς δεν ήλθεν.

Και το Βαγγελιό: — Να, είπε, εδά' σαι άντρας! Κείντα γλυκιά που φιλείς, κανακάρη μου! Με κύταξε καλά καλά, για να δη, φαίνεται, τη μεταβολή πούχα πάρει από την ηλικία, κατά το διάστημα πούλειπα. Και μουρμούρισε, σα να μονολογούσε: — Όλο και μεγαλόνει. Έπειτα ευθύς μούπε: — Οψές, όνταν ήμαθα πως ήρθες, ανήμενα να φανής, αν και κάτεχα πως δε θαρχόσου...γιατί δε θα σαφήνανε ναρθής.

Διάκε, νερό κι αλάτι... Εσ' είσαι ακόμα ζωντανός, και τον Κιοσέ Βεζήρη Τον έχομετα νύχια μας, μ' ένα σου λόγο, σβυέται... Δεν ξέρω παρακάλεσαις, δε διακονεύω σχώρια... Στοχάσου... η ώραις φεύγουνε... και πες μου, ναι ή όχι; — Εψές τα παλληκάρια σου, Ομέρπασα Βριόνη, Το δαχτυλίδι μάρπαξαν και το φορείςτο χέρι.. Πριν απαντήσω... το φιλείς; — Και τι σημάδια φέρνει;