Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 2 Μαΐου 2025
— Καλώς νανταμωθούμε... Δεν ειν' αλήθεια, αδέρφια μου; Εψές 'ς την προσευχή μας Το τάξαμε 'ς τον Πλάστη μας... 'Σ τη θέση του καθένας... Νερό να μη διψάσετε... Κανείς σας δε θα ρίξη Πριν δώσω εγώ την προσταγή, θέλω μια τέτοια μέρα Να μετρηθούν τα βόλια μου με τόσους σκοτωμένους.
Μακάρι να είταν τρελλού φαντασιά, κι όχι κορμί σπαρταριστό, ο Στεφανής που καβαλίκεψε το μουλάρι μου και κατέβηκε στη Μητρόπολη. Μακάρι να είταν της χολής του σταλαματιά τόνειρό του εψές αργά πρι να μ' ανταμώση, μακάρι να είταν ίσκιωμα, και να μην τάβλεπα με τα μάτια μου τέσσερα λείψανα στη χώρα που τα κουβαλούσαν πρωί χαραυγή, να μην τα δη ο κόσμος κι αποτρομάξη. Γαρουφ.
ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ Την περασμένην νύκτα, εψές, ενώ τ' αστέρι, αυτό 'πού θέσιν έχει δυτικά του πόλου, τον δρόμον του είχε τρέξη να φωτίση εκείνο το ουράνιο μέρος, όπου τώρα σπινθηρίζει, ο Μάρκελλος κ' εγώ, καθώς βαρούσε η μία, — ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ Στάσου, αντικόψου· ιδές, έρχεται πάλιν! Εισέρχεται το ΠΝΕΥΜΑ ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ Όλος εις την μορφήν του ο πεθαμένος βασιλέας! ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ Οράτιε, σπουδασμένος είσαι , ομίλησέ του.
Αφού κάθισα εψές κ' έγραψα το σεριάνι μας στις Κολόννες, έγυρα κι' ακκούμπησα το λευκότριχό μου κεφάλι σ' αυτή την άγια την πέτρα που ξέρεις, ν' αναπαυτώ. Και με πήρε ύπνος κ' είδα παράξενο όνειρο. Είδα πως φάνηκε και στάθηκε στο κατώφλι ο γέρο-Βασίλης, κρατώντας από το χέρι κάποιον άλλον που δε φαινότανε, γιατί στέκουνταν απ' έξω.
Ο πατέρας μου, — ναι, μου φαίνεται, τον βλέπω, ΟΡΑΤΙΟΣ Ω! Κύριε, πού; ΑΜΛΕΤΟΣ 'Στον οφθαλμόν του νου μου, Οράτιε. ΟΡΑΤΙΟΣ Μία φορά τον είδα· εξαίσιος βασιλέας! ΑΜΛΕΤΟΣ Αχ! ήταν άνθρωπος, 'πού, εις όλ' αν θα τον κρίνης, δεν ελπίζω εις την γην να ιδώ τον όμοιόν του. ΟΡΑΤΙΟΣ Κύριε, λογιάζω πως εψές τον είδα. ΑΜΛΕΤΟΣ Είδες συ; ποίον; ΟΡΑΤΙΟΣ Τον πατέρα σου, τον βασιλέα.
Ας την παντρευτή κιόλας να γλυτώσουμε. Πέρασε δεν πέρασε το πανηγύρι της εκείνο τις προάλλες, και ρίχτηκε τανιψιού μου εψές, εκεί που σεριάνιζε το ξεφάντωμα. Και στο δρόμο μέσα η αθεόφοβη. Θα της βάλη γνώση ο Χουσεήνης της ξεμυαλισμένης, κ' έννοια σου. Και δος του γέλοια ο Χουσεήνης, που σαν αληθινός Κρητικός έπαιρνε κι αυτός από χωρατά.
— Εψές δεν ήμουν εδώ. — Και πού ήσουνα; ηρώτησεν ο γέρος. — Υπήγα μ' ένα φίλον μου. — Πού; — Εις το ψάρευμα. — Α, είσαι και ψαράς; — Όχι, δι' ευχαρίστησιν μόνον. Ο Βούγκος, όστις ήτο εις άκρον απονήρευτος, εκύτταξε κατά πρόσωπον εις τον ξένον. Ούτος παρετήρησε το βλέμμα αυτού. — Τι είνε, Βούγκο; τω είπε· τι με κυττάζεις;
Το πρώτο το είχε ακουσμένο πρι να ξεκινήση από της θειας της, και ταρμήνευε μοναχή της. Ή ο Μιχάλης, έλεγε τότε διαβαίνοντας, ή ο Δημήτρης. Ο Μιχάλης δεν μπορεί να είναι, αυτός ξεφάντωνε πάλε μαζί του εψές. Είνε ο Δημήτρης που μήτε τη μια μήτε την άλλη τη βραδινή δε φάνηκε στης Μιχάλαινας, από το θυμό του. Ο Δημήτρης είνε. Καλά του την έφτιαξε, του ψωροπερήφανου! Να μάθη αυτός.
Αυθέντη, του είπεν ο νέος, εχθές με εστεφάνωσες με την Γαντζάδα, μα η υπανδρεία δεν εχάλασεν ούτε εφθάρη· ετούτος ο ξένος που βλέπεις ήλθεν εψές την νύκτα δια να συγχίση το στεφάνωμά μας· θέλει να ειπή ότι είναι ο άνδρας της Γαντζάδας, και να τολμά να κράζεται ο Αμπουλβάρης.
— Να, εκεί που καθόμουν εψές 'ς την πατουλιά, βγήκ' ένα φίδι ξάφνου και μ' ετρόμαξε. . . έχασα όλο μου το αίμα! απήντησεν αίφνης η Σμάλτω, φοβισμένον έχουσα το πρόσωπον, ως να έβλεπε την ώραν εκείνην το φίδι προ των ποδών της. Ο χωρικός εξερράγη ήδη εις γέλωτας, όχι βεβιασμένους πλέον αλλ' αληθείς γέλωτας άνθρωπου ευθύμου.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν