United States or Ecuador ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ήτο λαμπρά εαρινή πρωία και ότε επεστρέψαμεν εκ της εκκλησίας, αντί να μείνω εντός της οικίας, λαβών εις χείρας την νηστήσιμον τροφήν μου υπήγα να προγευθώ επί του εξώστου. Αλλ' άμα ήνοιξα την επ' αυτού θύραν και ύψωσα το βλέμμα προς το πέλαγος, είδα θέαμα, το οποίον με κατέπληξε. Παράτησα το πρόγευμα και έδραμα προς τον πατέρα μου.

Διατί, πατέρα: είπεν η Αϊμά. — Δεν ειξεύρω. — Δεν τους δέχονται μέσα; — Δεν υπήγα ποτέ, είπεν ο γέρων, αλλ' αν επήγαινα θα μ' έδιωχναν. — Είνε λοιπόν εμποδισμένον; — Δεν ειξεύρω. — Και δεν είμεθα ημείς βαπτισμένοι; — Δι' αυτό ερώτα την μητέρα σου. Η Αϊμά έσπευσε να ερωτήση την μητέρα Γύφτισσαν, τρέψασα την ερώτησιν επί το ατομικώτερον. — Μητέρα, είμ' εγώ βαπτισμένη;

Εψές δεν ήμουν εδώ. — Και πού ήσουνα; ηρώτησεν ο γέρος. — Υπήγα μ' ένα φίλον μου. — Πού; — Εις το ψάρευμα. — Α, είσαι και ψαράς; — Όχι, δι' ευχαρίστησιν μόνον. Ο Βούγκος, όστις ήτο εις άκρον απονήρευτος, εκύτταξε κατά πρόσωπον εις τον ξένον. Ούτος παρετήρησε το βλέμμα αυτού. — Τι είνε, Βούγκο; τω είπε· τι με κυττάζεις;

Εγονάτισεν ενώπιον της, εσήκωσε τας χείρας της από το μέτωπον, εσπόγγισε τα δάκρυα της, και είπε λόγους γλυκείς γυναικείας παραμυθίας. Απεμακρύνθην συγκινημένος. Υπήγα εις την πρώραν και έβλεπα την θάλασσαν την οποίαν εσχίζομεν, και τα βουνά των Ψαρών αντικρύ μου. Ήμεθα ήδη πλησίον του λιμένος, δεν εβράδυνον δε να φανώσι τα πλοία, και υπεράνω αυτών η πόλις, και μετ' ου πολύ ηγκυροβολήσαμεν.

Δεν απέρασαν πολλές ημέρες, αφού και υπήγα εκεί, και ετελειώσαμε κάθε λογαριασμόν με τον Αμπίμπην, και δεν εκαρτερούσα άλλο, παρά να εύρω κανένα καράβι, που να πηγαίνη διά την Μπάσραν, με το οποίον να ήθελα επιστρέψη εις τον πατέρα μου.

Με τα σωστά σου, μάννα; είπεν ο Μάχτος αδημονών. — Τι έπαθες, μικρέ μου; είπεν η Γύφτισσα. — Τι έπαθα; Η Αϊμά πού είνε; — Πού θέλεις να είνε; Όπου είνε θαρθή. — Αλλά λείπει πολλήν ώραν; — Δεν ξεύρω πόσην ώραν λείπει, μικρέ μου, είπεν η Γύφτισσα. — Και τι κάμνεις εδώ; Να μη ξέρης πότε έφυγε, και πού πάγει; — Πού θέλεις να πάγη; Δουλειά θα έχη. — Εγώ υπήγα παντού. Δεν είνε πουθενά.

Πάμε, αδελφή μου. — Πάμε, είπεν η νέα. — Εμείς σ' εχάσαμεν τόσην ώραν, Αϊμά. Δεν μου λες πού ήσουν; — Υπήγα εις δουλειά, εψέλλισεν η Αϊμά. — Εις τι δουλειά; — Να πλύνω. Την στιγμήν ταύτην η προσοχή του πλήθους επετάθη τα μέγιστα. Περιέμενον πάντες νακούσωσι την ιστορίαν, ης είχον γείνει αυτόπται, εν τούτοις. Αλλά το διαφέρον εστρέφετο εις άλλο σημείον.

Αν θέλης να μου το πης. — Ξεύρεις την γνωριμία μου, την αδελφή Βεάτη; Ο Σκούντας έκαμε κίνημά τι, ελέγχον συγκίνησιν. Αλλ' όμως προσεποιήθη απάθειαν. — Πού να την ξεύρω; — Ξεύρεις το μοναστήρι των γυναικών; Νέον κίνημα έκαμεν ακουσίως ο Σκούντας. — Το έχω ακουστά, αλλά δεν υπήγα ποτέ. — Λοιπόν η Βεάτη, μου είνε γνωστή από τον υποκριτήν εκείνον τον Δερμίνην, οπού σου είχα διαβάσει το γράμμα του.

Εγώ βλέποντάς την πολλήν της ευγένειαν και την γλυκάδα της ομιλίας της υπήγα εις το παλάτι της και ανάμεσα εις τες άλλες δεξιωσύνες που μου έκαμε, μου έδωκεν ένα ωραίον οπωρικόν διά να φάγω. Και ευθύς που έφαγα εμεταμορφώθηκα εις ελάφι, και εβάλθηκα εις εκείνην την μάνδραν, που ήσαν τα άλλα καθώς τα είδες.

Εμέ ο Θεός μ' εφύλαξεν από την απόγνωσιν, η δε φύσις δεν με προητοίμασε διά την απελπισίαν του ηρωισμού. Αλλ' όμως ποτέ δεν μου εξηντλήθη η υπομονή και η ελπίς, και πολλάκις εδόξασα επί τούτω τον Ύψιστον. Ολίγας ημέρας μετά την Κυριακήν εκείνην του αφορισμού, υπήγα μίαν πρωίαν εις το Χάνι των Εβραίων, προς σύναξιν χρημάτων.