United States or Burundi ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κ' ενώ ο Τριστάνος, συγκινημένος, από τη μαγεία, χάιδευε το μικρό μαγεμένο ζωντανό που τούδιωχνε όλη τη λύπη, και του οποίου το τρίχωμα φαινότανε, στην αφή αβρότερο από το πειο πολύτιμο ύφασμα, συλλογιζότανε ότι αυτό θάτανε ένα καλό δώρο για την Ιζόλδη.

Συγκινημένος κι ο Κωσταντίνος, που πρώτη φορά αφότου χριστιάνεψε αντάμωνε τόσους αρχηγούς της αγαπημένης του θρησκείας, προχωρούσε τρέμοντας και με μάτια χαμηλωμένα. Και σα ζύγωσε το θρόνο κοντοστάθηκε, σα να πρόσμενε από τους Πατέρες άδεια να καθίση. Του κάμνουν αμέσως γνέψιμο να καθίση, έπειτα κάθισαν κι οι Πατέρες, που καθώς είδαμε πρωτόθεσαν τότες της Ορθοδοξίας τα θεμέλια.

Εγονάτισεν ενώπιον της, εσήκωσε τας χείρας της από το μέτωπον, εσπόγγισε τα δάκρυα της, και είπε λόγους γλυκείς γυναικείας παραμυθίας. Απεμακρύνθην συγκινημένος. Υπήγα εις την πρώραν και έβλεπα την θάλασσαν την οποίαν εσχίζομεν, και τα βουνά των Ψαρών αντικρύ μου. Ήμεθα ήδη πλησίον του λιμένος, δεν εβράδυνον δε να φανώσι τα πλοία, και υπεράνω αυτών η πόλις, και μετ' ου πολύ ηγκυροβολήσαμεν.

Ο Αγαθούλης σχεδόν προσκυνώντας τον αναφώνησε! — Ο διδάσκαλος Παγγλώσσης τώπε πολύ σωστά πως όλα είναι άριστα σ' αυτό τον κόσμο, γιατί είμαι άπειρα πιο συγκινημένος, με τη δική σας υπέρτατη γενναιότητα παρά λυπημένος με τη σκληρότητα αυτού του κυρίου με το μαύρο μανδύα και της κυρίας γυναίκας του.

Μήπως αλλοιώτικα δεν τώξερα; Η μητρική μου αγάπη κη αγάπη μου για το Βαγγελιό πιάστηκαν κείνη την ώρα σε φοβερή πάλη. Αλλά σ' αυτό ακούστηκαν βήματα κιομιλίες. Το Βαγγελιό ταράχτηκε και μούπε σιγά και βιαστικά: — Δεν κάνει να μάςε δούνε μαζή, μόνο φύγε. Και τραβήξαμε, αυτή προς το χωριό, εγώ προς τα κάτω. Ήμουν πολύ συγκινημένος κ' αισθανόμουν σα διαφορετικός άνθρωπος.

Ο Οιδίπους συγκινημένος τους λέγει ότι η θλίψις του και η στενοχωρία του είναι μεγάλη, ότι ακόμη απέστειλε τον υιόν του Μενοικέως Κρέοντα, τον γαμβρόν του, εις το μαντείον των Δελφών δια να ερωτήση: «τι κάμνοντας ή λέγοντας την πόλιν σώζει». Εν τω μεταξύ καταφθάνει από τους Δελφούς ο Κρέων, ο οποίος ερωτώμενος από τον ιερέα του Διός ποίον χρησμόν κομίζει, απαντά ότι καλόν, καθώς αυτός τουλάχιστον νομίζει.

Μα είμουνα πολύ συγκινημένος, πολύ ευτυχισμένος για τον παράξενο πλούτο, που μου έλαχε. Κι άξαφνα θυμήθηκα το καλοκαίρι που είμαστε στα δυτικά ακρογιάλια κ' είδα τη γυναίκα μου τη στιγμή, που είχε στρήψει σε με το πρόσωπό της από το παράθυρο όπου έστεκε και μ' έκαμε να αιστανθώ πως κ' οι δυο είχαμε ενωθεί στην ίδια αγάπη προς την ατέλειωτη θάλασσα, που δε γνωρίζει σύνορα.

Εάν η θεία Νοέμι ήξερε πόσο την αγαπώ, δεν θα έκανε έτσι….» «Τζατσίντο! Δώσε μου το χέρι σου. Είσαι καλό παιδί!», είπε ο Έφις συγκινημένος. Σώπασαν∙ έπειτα ο Τζατσίντο άρχισε πάλι να μιλάει με φωνή απαλή, γλυκιά που παλλόταν μέσα στη φεγγαρόφωτη ησυχία σαν παιδική φωνή. «Έφις, εσύ είσαι καλός. Θέλω να σου διηγηθώ μια ιστορία που συνέβη σ’ έναν φίλο μου. Ήταν υπάλληλος, όπως εγώ, στο Τελωνείο.

Εύλογη χαρά εκείνη την Κυριακή πρωί, γιατί όσο και να βαράκουγαν τώρα ταυτιά του, τις ξεχώριζε τις λυγερές δοξαριές που μηνούσαν το γύρισμα της νύφης από την εκκλησιά. Είταν ο γέρος συγκινημένος πολύ.

Χαιρετίσματα εις την εξαδέλφην. η εξαδέλφη σου Ευλαλία. — Να της στείλωμε της καϋμένης κάτι τι, λέγει συγκινημένος ο Ιωάννης, συγγενής μας είνε