United States or Greenland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τον κάλεσαν να δη την κόρη του Δεσποινιού, κιαφού την εξέτασε, είπε στους δικούς της ότι η αρρώστεια της ήτον απελπιστική κιότι λίγον καιρό είχε να ζήση. Αυτά είχε μάθει η αδερφή μου· αλλ' η μητέρα μου, που τάχα τώρα λυπότανε για την άμοιρη κοπελιά· μούπε πειο ορισμένα πράμματα. Το Βαγγελιό είχε χτικιό, αρρώστεια που δε γλυτόνει άθρωπος.

Μούπε κιόλας να μη ξαναπάω παρά μια φορά, να την αποχαιρετήξω όντε θα φύγω στη χώρα. — Και θα πας; — Θα πάω, είπ' αποφασιστικά. — Κιάνε σου πω να μην πας; — Μη μου το πης, γιατί θα πάω. Δε μπορώ να μην πάω. Ο θυμός κοκκίνησε το πρόσωπο της μητέρας μου. Αλλά πάλιν κρατήθηκε και μούπε με φωνή μάλλον ήρεμη: — Κιάνε σου κολλήση την αρρώστια τση, άνε χτικιάσης; — Θαποθάνω.

Και συ σα γενής του καιρού του Γιάννη, θα γενής μεγάλος σαν αυτό. — Μα ώστε να μεγαλώσω, θα πάρ' ο Γιάννης το Βαγγελιό. Η μητέρα μου με πήρε στην αγκαλιά της και με χάδια προσπάθησε να με παρηγορήση. — Ντα δε σούπε το Βαγγελιό πως εσένα μόνο αγαπά; — Ναι, μα ο Γιάννης μούπε, πως, ώστε να μεγαλώσω, αυτός θα τήνε πάρη. — Κεχαθήκαν οι κοπελιές, υγιέ μου; Παίρνεις, σα μεγαλώσης, άλλη και καλλίτερη.

Θυμάμαι με πόσο πόνο, σαν αυτοχτόνησε ο Περικλής Γιαννόπουλος, μούπε τα βαθιοστόχαστα τούτα λόγια: ― Πάει κι αυτός! Κρίμα!... Κ' είμαστε τόσο λίγοι!..

Νέα διακοπή κέπειτα μούπε: — Έλα 'δα να μου διαβάσης τα γράμματα. Σηκώθηκα κέβγαλα το δέμα από το στήθος μου. Είχα βάλει τα γράμματα σε χρονολογική σειρά· κιόλα είχαν το στερεότυπο προοίμιο περί της υγείας. Στα περισσότερα έκανα και προσπάθειες «πεπαιδευμένου» και παράχωνα κάπου κάπου καμμιά λέξη η φράση από τα βιβλία που διάβαζα.

Ο Γιάννης με κύταζε και χαμογελούσε πειραχτικά, σα να μου φάνηκε· κεγώ άρχισα να κλαίω από πείσμα αδυναμίας. Το Βαγγελιό αφήκε σε λίγο το χορό, ήρθε και κάθησε κοντά μου κιαφού με πήρε στα γόνατά της, μούπε. — Γιάειντα κλαις, Γιωργιό μου; Δεν το κατές πως εσέν' αγαπώ; — Και το Γιάννη δεν τον αγαπάς; είπα μαναφιλητό.

Ο Αγαθούλης απολιθωμένος από τούτα τα λόγια, του απάντησε: — Αίδεσιμώτατέ μου πάτερ, όλες οι γενιές του κόσμου δεν έχουνε καμιά σημασία. Απέσπασα την αδελφή σας από τα χέρια ενός Εβραίου κ' ενός Ιεροξεταστή· έχει μεγάλες υποχρεώσεις σε μένα και θέλει να με παντρευθή. Ο διδάσκαλος Παγγλώσσης μούπε πολλές φορές, πως οι άνθρωποι είναι ίσοι και ασφαλώς θα την παντρευτώ.

Έπειτα άπλωσε το χέρι της στα μαλιά μου κιη χειρονομία κείνη ήτο μάλλον ευλογία παρά θωπεία. Σήκωσα τα μάτια μου και την είδα. Μου φάνηκε ψηλότερη και τώρα το φως της ήλιου κύκλωνε το πρόσωπο της με φωτοστέφανο αγίας. — Άιντε να πιαίνης, Γιώργο, μούπε, κιο Θεός νάνε μαζή σου. Και μια ψυχή που σαγαπά θα σου παραστέκεται όπου κι αν πας, όπου κια βρίσκεσαι.

Είδες!.. .σαν βγαίνει 'ςταίς κορφαίς όλος ο Κόσμος λάμπει, Και σαν παρθένα νηόνυμφη η Πλάση ξημερώνει Μ' ανθούς, με χόρτα, με δροσιαίς, μ' αηδόνια στολισμένη· Κι' αυτός σαν φεύγει, μάνα μου ο Κόσμος σκοταδιάζει. Μούπε πως είνε βασιληά και μάγισσας αγόρι... Αποσταμένος κάθονταν 'ςτήν βρύση 'λίγην ώρα.

Και μόλις μ' είδε ο άπονος χαμήλωσε τα μάτια και στο σκαμνί εθρονιάστηκε και τέτοια λόγια μούπε: «Πρόλαβες και μ' εκάλεσες στο σπίτι σου, Σιμαίθα, »όπως εγώ στο τρέξιμο πρόλαβα το ΦιλίνοΠες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μου 'γεννήθη η αγάπη.