United States or Chile ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκειδά ήταν γυναίκες και εκειδά εγινόντανε αηδόνια. Εκειδά ήτανε κορίτσια και εκειδά γινόντανε άγγελοι με χρυσά μαλλιά και με χρυσές φτερούγιες. — Τι λες, Μα; διέκοπτον αι θυγατέρες της. — Ναι, επανελάμβανεν η μήτηρ. Τες βλέπανε οι άνθρωποι έξαφνα και τους έπαιρναν τη μιλιά! Από μερικούς έπαιρναν και τα μυαλά! — Τι λες, Μα; διέκοπτον πάλιν γελώσαι αι εύμορφοι θυγατέρες της Γερακούλας.

« Ήλιε μου και τρισήλιε μου και κοσμογυριστή μου, » Ποιος είνε άξιος κι’ ώμορφος, γερός και παλληκάρι, » Νάχη φωνή τον κεραυνό κι’ ανάσα τη φουρτούνα, » Να τραγουδάη και νάρχωνται τ’ αρκούδια να χορεύουν, » Κι’ από τη ζήλεια την πολλή τ’ αηδόνια να σωπαίνουν;

» Εγώ είμαι άξιος κι’ ώμορφος, γερός και παλληκάρι, » Έχω φωνή τον κεραυνό κι’ ανάσα τη φουρτούνα, » Σαν τραγουδάω χορεύουνε στα πλάγια μου τ’ αρκούδια, » Κι’ από τη ζήλεια την πολλή βουβαίνονται τ’ αηδόνια.

Κ' έχουν συντρόφους τους αετούς, τ' αηδόνια, τα ξεφτέρια, Δεν 'βάσταξαν να ζήσουνετους Τούρκους σκλάβοι δούλοι. Και παν' απάνουτα βουνάτον Πίνδο καιτο Σούλιτα βράχια, 'ς τα ελάτια, Που έχει η Ελευθεριά τ' άσπρα της τα παλάτια. Καιτο 'Βαγγέλιο, 'ς το Σταυρό είνε βαρηά ωρκισμένοι Κι' όλοι αποφασισμένοι Ή να την διώξουν την Τουρκιά ή όλοι να 'ποθάνουν.

Παύοντας αυτές επήρεν η κυρά ένα τζιβούρι και το ελαλούσε, τραγουδώντας με μίαν φωνήν τόσον γλυκείαν και ωραίαν, που υπερέβαινε τα ίδια αηδόνια. Ο Κουλούφ ακούοντάς την αγγελικήν της φωνήν και το εύμορφον λάλημά της, δεν ημπόρεσε πλέον να υποφέρη την φλόγα του έρωτος.

Κ' εις τον Άι-Γιάννην τον &Μυρωδίτην&, όπου τα τελευταία αηδόνια εκαλούσαν εις διαδοχήν τα κοσσύφια ανά το ..... .................................. από το ύψος των................... έως τον γιαλόν.... .........................., και το κελαρύζον νερόν του βαθέος, ανερχομένου Διακαλιού ανέβλυζεν από την ρίζαν της γηραιάς δρυός, όπου με τα κυμβαλίζοντα πέταλα των &φυλλομανούντων& κλώνων της διηγείτο τας αναμνήσεις των αιώνων.

Κ' επειδή κάθε μέρα γινόταν ο ήλιος πιο καυτερός, γιατί τελείονε η άνοιξη κι άρχιζε το καλοκαίρι, είχαν πάλι καινούργιες και καλοκαιρινές διασκέδασες· ο Δάφνης κολυμπούσε στα ποτάμια κ' η Χλόη λουζότανε στις πηγές. Εκείνος έπαιζε το σουραύλι παραβγαίνοντας με τα πεύκα κ' εκείνη τραγουδούσε συναγωνιζούμενη τ' αηδόνια.

Ξάφνω το δάσος γέλασε και μ' άνθη έχει γεμίσει· ήταν μονάχα μιαν αυγή που λάλησαν τ' αηδόνια κι έχει μονάχα μιαν αυγή το κύμα αργοφλοισβίσει· και είναι οι χαρές που ζήσανε μια αυγή που ζουν αιώνια, και είναι οι χαρές που πάντα ζουν στου πόνου μας τα βάθη και είναι οι χαρέςάχ το άφαντο πανί μακριά που εχάθη! Έλαμψε κι είχε πύργος γίνει έξαφνα το άχαρο ρημάδι.

Έπειτα έκαμαν αρχή και του σουραυλιού σαν να παρακινούσανε τ' αηδόνια για το λάλημα· κ' εκείνα αποκρινόντανε μέσ' από τα βάτα και σιγά-σιγά εθρηνολογούσαν τον Ίτυ, σαν να εθυμόντανε το τραγούδι ύστερις από μακριά σιωπή.

Λάμπει ο ήλιος, κελαϊδούν της άνοιξης τ' αηδόνια, Κ' εκείνο μένει ασάλευτο, βουβό από τόσα χρόνια. Κάποια νεράιδα της ερμιάς και μάγισσα ωργισμένη Το καταράστηκε βαριά και μάρμαρο έχει γένει. Και το παλάτι ερήμαξε, το σκέπασαν τα δάση Κι' ως τόρα πόδι ανθρωπινό δεν έχει εκεί περάσει.